Χτίστηκε ( 1556 ) στον «Πενιανιτών των τόπων, έγγιστα του Λευκοποτάµου» – δώρησαν οι Πιγκιανίτες   τα µέρη που ξεχείµαζαν-  «ικανόν τόπον ηµίν  δεδώκασι χάριν της ψυχικής αυτών σωτηρίας».  Τελευταίος του Ηγούµενος, πριν την ολοσχερή  καταστροφή του από κατολίσθηση (1963), ο Βησσαρίων Ζαρκαδούλας απ΄τα Επινιανά.

Σ΄αυτά  τα µέρη –που ξεχείµαζαν  οι Πιγκιανίτες  εδώ και πεντακόσια τουλάχιστον χρόνια –στο παλιό πέτρινο γεφύρι της Τατάρνας θα πέσουν οι πρώτες µπαταριές και θα ξεκινήσει το πανηγύρι της Λευτεριάς στη Ρούµελη, µε τον Ηγούµενο του Μοναστηριού Κυπριανό (απ’ τη Βούλπη) και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ας πάρουµε όµως τα πράγµατα απ’ την αρχή. 

Το Γενάρη του 1821, στη Λευκάδα, συγκεντρώθηκαν οι Ρουµελιώτες καπεταναίοι Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Βαρνακιώτης, Τσόγκας, Μακρής, Πανουργιάς, και άλλοι. Απ΄ την Πελοπόννησο ο Ηλίας Μαυροµιχάλης και από τα Νησιά ο Τοµπάζης, προκειµένου να πάρουν απόφαση για τον ξεσηκωµό. Αποφάσισαν να αρχίσουν όλοι µαζί την επανάσταση την 25η Μαρτίου και καθόρισαν σε ποιο µέρος θα πήγαινε ο καθένας τους, ώστε υπεύθυνα να οργανώσει  την επανάσταση. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ανέλαβε την υποχρέωση να ξεσηκώσει µαζί µε τους άλλους καπεταναίους τη Ρούµελη, εµποδίζοντας το πέρασµα των τούρκικων δυνάµεων στο Μωριά.

Πράγµατι στις 19 του Μάρτη ο Ανδρούτσος πέρασε, µόνος και µεταµφιεσµένος για να µην τον αναγνωρίσουν, από την Πάτρα στις απέναντι ακτές  της Ακαρνανίας µε κεφαλλονίτικο πλοίο γεµάτο πολεµικά εφόδια. 

Εκεί αντάµωσε το Βαρνακιώτη και τον Τσόγκα για τους οποίους είχε πληροφορίες ότι ήταν διστακτικοί να συµµετάσχουν στην επανάσταση, παρά τα συµφωνηθέντα και από τους ίδιους στη Λευκάδα, µε το «λογικό» επιχείρηµα ότι φοβούνται τα αντίποινα των Τούρκων που είχαν πληµµυρίσει την περιοχή, µιας και τον ίδιο καιρό πολιορκούσαν τον «Αποστάτη» Αλή Πασά στα Γιάννενα. Σε τέτοιες ώρες όµως για πολλούς, και πολύ περισσότερο για τον «λεοντόθυµο» Οδυσσέα, τίποτα δε στέκονταν λογικότερο και επιτακτικότερο απ’ τον αγώνα για τη λευτεριά.

∆υστυχώς, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε, δεν µπόρεσε να τους πείσει και τράβηξε για τη Λεπενού όπου συνάντησε τον  Ίσκο. Κι αυτός προφασίστηκε τα ίδια χωρίς ο Οδυσσέας να καταφέρει να τον µεταπείσει για να κηρύξει την επανάσταση στην περιοχή.

Την διστακτική και αναποφάσιστη στάση του Ίσκου όµως δεν τη συµµερίστηκαν πολλοί από τους Λεπενιώτες που έσπευσαν να συµφωνήσουν µε τον Οδυσσέα και έτσι να συγκροτηθεί µικρό ένοπλο σώµα που τον ακολούθησε. Από εκείνη τη στιγµή αρχίζει από τη Λεπενού η Εθνική Πορεία του Ανδρούτσου, όπως ονοµάστηκε, που θα λάµψει στην Τατάρνα όπως θα δούµε και θα φωτοβολήσει, ενάµιση µήνα αργότερα, µ’ εκείνο τον αθάνατο χορό και το αµάραντο στεφάνι της δόξας, στο Χάνι της Γραβιάς.

Πικραµένος, αλλά άνδρας της δράσης και των ταχέων αποφάσεων, ο Οδυσσέας δεν απογοητεύεται. Από τη Λεπενού µε τα παλικάρια που τον ακολούθησαν και άλλους που συγκέντρωσε στη διαδροµή του στο Βάλτο, τράβηξε για το Μοναστήρι της Τατάρνας όπου και διανυκτέρευσε το βράδυ της 21ης Μαρτίου.

Από δω, από την Τατάρνα, θα γράψει και θα στείλει στους Γαλαξιδιώτες εµπνευσµένη Επαναστατική Προκήρυξη, µε ηµεροµηνία 22 Μαρτίου 1821, καλώντας τους να ξεσηκωθούν. Αξίζει να παραθέσουµε την αρχή της:

«Αγαπητοί µου Γαλαξιδιώτες,

 Ήτανε φαίνεται από το Θεό γραµµένο ν’ αδράξωµε  τ’  άρµατα µια µέρα και να χυθούµε κατ’ επάνω στους τυράννους µας που τόσα χρόνια ανελεήµονα µας τυραγνεύουν. Τι τη θέλουµε, βρε αδέρφια τούτη την πολυπικραµένη ζωή, να ζούµε κάτω απ’ τη σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων ν΄ ακονιέται στα κεφάλια µας; ∆εν τηράτε που τίποτα δεν µας απόµεινε; Οι εκκλησιές µας γενήκανε τζαµιά και αχούρια των Τούρκων ….. Στ’ άρµατα αδέρφια!  Ή να ξεσκλαβωθούµε ή όλοι να πεθάνουµε!”


Φτάνοντας στο Μοναστήρι πληροφορήθηκε από τον ηγούµενο Κυπριανό «άκρο φίλο του Κατσαντώνη και του Καραϊσκάκη» ότι την άλλη µέρα θα περνούσε από το παλιό πέτρινο γεφύρι της Τατάρνας, τουρκική χρηµαταποστολή προς το Μεσολόγγι, που τη συνόδευε ένοπλο στρατιωτικό σώµα.
Πείσµων και επίµονος στο να εκτελέσει την αποστολή που ανέλαβε στη Λευκάδα  ο Ανδρούτσος, θέλοντας να  «χωρίσει Ρωµιούς και Τούρκους µε αίµα» και να εξαναγκάσει έτσι τους διστακτικούς καπεταναίους της Ακαρνανίας να βγουν, θέλοντας και µη, στον αγώνα, έστησε ενέδρα µε τα παλικάρια του έχοντας και την ενίσχυση του γενναίου ηγουµένου και των ενόπλων καλογέρων του Μοναστηριού.

 Η χωσιά (ενέδρα) αριστοτεχνικά σχεδιασµένη, στήθηκε στον Άσπρο (Αχελώο) ανάµεσα σε θεόρατα βράχια που τα διέσχιζε αντιβουίζοντας ο -θεός- ποταµός και τα στεφάνωνε το παλιό τεράστιο πέτρινο µονότονο γεφύρι που ένωνε τα χιλιοτραγουδισµένα Άγραφα της κλεφτουριάς και των Κατσαντωναίων µε τον ξακουστό Βάλτο. Σαν έφτασαν οι Τούρκοι και µπήκανε για τα καλά στη στηµένη φάκα, άρχισαν τα καριοφίλια των επαναστατηµένων ραγιάδων να ξερνοβολάνε πάνω τους τη φωτιά και το θάνατο. Όσοι γλύτωσαν πέφτουν στα γόνατα σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, ζητώντας έλεος. Ο Οδυσσέας- υπακούοντας στο παλιό κλέφτικο συνήθειο που ‘λεγε πως προσκυνηµένο κεφάλι δεν κόβεται τους χάρισε τη ζωή. Και σαν να µην έφτανε αυτό, αφού τους ξαρµάτωσε, τους άφησε να φύγουν µαζί µε τα χρήµατα που συνόδευαν για να τα πάνε στον προορισµό τους, στους πασάδες τους.

Τέτοια κίνηση δεν θα συναντήσουµε άλλη σε ολόκληρο το Εικοσιένα και είναι εκείνο που κάνει τη µάχη της Τατάρνας -εκτός από πρώτη της Επανάστασης- µοναδική κι ανεπανάληπτη στο συµβολισµό της και στο µήνυµα που δίνει:

∆εν αρχίζει αγώνας αρπαγής, ληστείας και πλιάτσικου αλλά αγώνας αρετής και τόλµης. Αγώνας να αποκτηθεί, µε νύχια και µε δόντια, το πολυτιµότερο και υπέρτατο αγαθό της ζωής, η Λευτεριά. 

Ο καπεταν-∆υσσέας κι ο ηγούµενος Κυπριανός, στις 22 Μαρτίου 1821 άναψαν το φιτίλι της Επανάστασης στη Ρούµελη και κρέµασαν το φλάµπουρο της Λευτεριάς, φτιαγµένο απ’ τη φουστανέλα και το ράσο, ν’ ανεµίζει στην ανοιξιάτικη αύρα µεσοκάµαρα του πέτρινου γεφυριού της Τατάρνας που σήµερα βρίσκεται καταποντισµένο στη λίµνη των Κρεµαστών, κάτω ακριβώς απ’ τη µεγάλη σύγχρονη γέφυρα. 

Ο Ασπροπόταµος, µε τα φαράγγια και τις ρεµατιές του, σκόρπισε και διαλάλησε τον αχό των καριοφιλιών στα πέρατα κι αφύπνισε τους  Έλληνες  να παλέψουν: Για νίκη ή θανή.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος θα φύγει για την Ανατολική Στερεά ξεσηκώνοντας από όπου περνά τους ραγιάδες  στον αγώνα. Ο φλογερός ρασοφόρος Κυπριανός µε τους καλογέρους  «που δεν αρκέστηκαν µόνο σε ευχές και δοξολογίες, παρά άδραξαν τ’ άρµατα και ζώστηκαν σπάθε »  θα τον ακολουθήσουν πολεµώντας µαζί του. Οι Τούρκοι για εκδίκηση θα κάψουν το Μοναστήρι.

Ο ένας από τους πρωταγωνιστές της µάχης, ο τριαντάχρονος Οδυσσέας, από  το θρύλο του κλεφταρµατολισµού. Ο άλλος, ο ηγούµενος Κυπριανός, πενηντάρης πάνω κάτω, από το θρύλο του Πατρο-Κοσµά και του «ποθούµενου».

 Η ζωή του αδικοχαµένου ήρωα της Γραβιάς είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους µας και δίκαια λογαριάζεται ένα από τα µεγαλύτερα παλληκάρια της φυλής µας.  

Ο ηγούµενος Κυπριανός ανήκει κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι γενναίοι, στους αφανείς ήρωες της ιστορίας µας. Γεννήθηκε γύρω στα 1770 στη Βούλπη. Κατά κόσµον ονοµαζόταν Κωνσταντίνος Σαξωνίδης. Εικοσάχρονος µπήκε στο Μοναστήρι, χειροτονήθηκε ιεροµόναχος και µετονοµάστηκε Κυπριανός. Πιστός φίλος και συναγωνιστής του Κατσαντώνη και του Καραϊσκάκη. Με την έκρηξη της επανάστασης άφησε όπως είπαµε το Μοναστήρι και µε πενήντα καλογέρους  πολέµησε δίπλα στον Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη, το Βελή, το Ράγκο και άλλους καπεταναίους για τη λευτεριά της Πατρίδας. Με το τέλος του αγώνα γύρισε µε 12 µόνο από τους καλόγερους που απόµειναν, για να αντικρίσουν τα αποκαΐδια και τα ερείπια του Μοναστηριού που πολλές φορές έκαψαν οι Τούρκοι. Την τελευταία όταν ο Σκόντρα Πασάς «πήρε σβάρνα τα Άγραφα» καθώς γράψαµε και στο προηγούµενο φύλλο της εφηµερίδας και δεν άφησε «λίθον επί λίθου».  Κατέφυγαν στο Μετόχι του Μοναστηριού στον Άγιο Γεώργιο, µια ώρα µακριά, όπου και πέθανε το 1838 χωρίς να προλάβει να δει το νέο Μοναστήρι που άρχισε να χτίζεται τρία χρόνια αργότερα. Μετά το θάνατό του παρασηµοφορήθηκε για την προσφορά του στο αγώνα.

Ας είναι αγιασµένα  τα κόκκαλά τους!  

Τους  χρωστάµε τόσα πολλά …

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 1) (Γεωργίου Καραγεώργου: Τα Άγραφα 2) Πάνου Βασιλείου: Το Μοναστήρι της Τατάρνας 3)    Αρχιµ. ∆οσιθέου: Προσκύνηµα στο Μοναστήρι της Τατάρνας  4) ∆ηµ. Φωτιάδη: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως 5) ∆ηµ. Φωτιάδη: Καραϊσκάκης 6) ∆ιον. Κόκκινου: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως 7)  Σ.Ι.Μ.Ι.Α. εις Σ.Ε. Τα ιστορικά της Ρούµελης τόµοι Α και Β.