«Ευχαριστούµε θερµότατα και εγκάρδια τον εξαίρετο Τάκη Ντάσιο, που, τόσο παραστατικά, τόσο ενηµερωτικά, τόσο συγκινητικά! Είδε, περπάτησε, γεύτηκε, λάτρεψε και περιέγραψε µε το µαγικό µολύβι του… τον τόπο µας!

Αρχίζουµε να κατεβαίνουµε περπατώντας, στον δρόµο Τρίδενδρο –Ασπρόρρεµα, που είναι πολύ δύσκολος και στενός.  Από το ύψος των 1.800 µέτρων κατεβαίνει στα 900 µέτρα στον πάτο του Ασπρορρέµατος.  Έχει ανοιχτεί τα τελευταία χρόνια και σήµερα φτάνει κοντά στην ποταµιά, κινείται στις πλαγιές της Ασηµόρραχης, στα δεξιά του Τσαρκορρέµατος.  Κατεβαίνουµε και στο πρώτο πλάτωµα (µπαλκονάκι) αγναντεύουµε στα βόρεια τις πλαγιές της Τσούκα –Σάκκα, το Ντεληδήµι, τις εντυπωσιακές µύτες του Σουφλιού, τον όγκο Σαλαγιάννη.  Ανάµεσα στις πλαγιές της Τσούκα – Σάκκα και κορφής Ντεληδήµι, εντυπωσιάζει το επιφανειακό νερό, που τρέχει ψηλότερα απ την Ασπρόβρυση.  Το νερό τρέχει στης µεγάλης κλίσης ρεµατιά, αφρίζει στην επιφάνεια της πλαγιάς, εξ ου και το όνοµα που παίρνει ολόκληρη Ασπρόρρευµα (Ασπρόρρεµα).

Πρόκειται για το οµορφότερο κοµµάτι των Αγράφων και ακόµα δεν είδαµε τίποτα.

Συνεχίζουµε την κατηφοριά και φτάνουµε στο «παταράκι» µε το χαρακτηριστικό έλατο, όπου σταµατάµε.  Εδώ το λένε «Κερασιά», όπου υπάρχουν δυο σπιτἀκια.  Το πρώτο είναι κλειστό, µετά το τραγικό συµβάν, που βρήκε τους ανθρώπους του.  Μαθαίνουµε, ότι, εκεί, κάτω στο Αγρίνιο, τρία µέλη της οικογενείας σκοτώθηκαν. «Τι να πούµε, ο Θεός να τους αναπαύσει».   Πιο κει, το σπιτάκι του Παναγιώτη Ζιώγα, µε τα τρία παιδάκια τους, που µας υποδέχονται και µας προσκαλούν να σιµώσουµε κατά κει.  Καθισµένοι στην αυλή, µέχρι να µας τρατάρουν καφεδάκι, προλαβαίνω και κάνω µία πρώτη γνωριµία µε τον περιβάλλοντα χώρο.

Ο ήλιος κοντεύει να δύσει απέναντι, και βρισκόµαστε επιτέλους πάνω απ το Ασπρόρρεµα.  Κοιτάζω  κατά τον «λαιµό» ψηλά, όπου έφευγε το παλιό µονοπάτι και κατηφόριζε  πάνω στην Ασηµόρραχη για να πέσει στον συνοικισµό Ασπρόρρεµα (1). Κοιτάζοντας µέσα στην κοίτη του Ασπρορρέµατος, βορειοδυτικά. προς το τέρµα του, βλέπω σε µια ραχούλα από έλατα, παλιά γκρέµια από παλιά κονάκια, 3 – 4, µέχρι που το ψηλότερο είναι καλοστεκούµενο, δείγµα ότι µπορεί να κατοικείται.  Η τοποθεσία λέγεται Σφυρί (Σφρί).  Απέναντι απ τον συνοικισµό Ασπρόρρεµα, δυτικά του, στα χαµηλά των πρανών, υπάρχουν πεζούλια παλιά που καλλιεργούνταν.  Νοτιότερα, ψηλά διακρίνονται δυο ξύλινα κονάκια µε τσίγκια που γυαλίζουν και µακριοί, αποφλοιωµένοι κορµοί, που στέκονται κοντά ξαπλωµένοι στο έδαφος.  Είναι των Ζιωγαίων τα κονάκια, µέσα στα έλατα.  Υπάρχουν και απ εκεί µεριά µονοπάτια που ανεβαίνουν στον όγκο της Πλάκας και διέρχονται απ τις «Πόρτες» (βγαίνει στην κορυφογραµµή µε το σκιάχτρο «σακακιά ο άνθρωπος», όπου διέρχεται το µονοπάτι Φτέρη – Μέρσιανη –Παλούκια – Ασπρόρρεµα).

Είχαµε συναντήσει το µηχάνηµα που µόλις είχε ανοίξει για σήµερα µερικά µέτρα ακόµη δρόµου, στο δυσκολότερο και τελευταίο απόρθητο οχυρό των Αγράφων και γύριζε στον «πολιτισµό»,

Για την ακρίβεια, µπαλκόνι το έκανε το µηχάνηµα στην προσπάθειά του να καταφέρει να στρίψει και έτσι δηµιούργησε και ένα κοµµάτι επίπεδης επιφάνειας που µπορούσαµε να στήσουµε εµείς το αντίσκηνό µας. Στεκόµαστε µεταίωροι, ψηλά στο κενό µε το Ασπρόρρεµα ακριβώς κάτω από τα πόδια µας, αλλά µε αρκετή απόσταση µέχρι εκεί. Κατασκηνώνουµε στο «µπαλκόνι» του φρεσκοανοιγµένου δρόµου, που προσπαθεί να φτάσει στον πάτο του Ασπρορρέµατος Επινιανών δήµου Αγράφων..

Βολευτήκαµε παραδίπλα στα παρατεταγµένα 4Χ4 αγροτικά των κτηνοτρόφων, που αν και είχαν µπόλικη δύναµη µέσα τους, δεν τολµούσαν να τα κατεβάσουν χαµηλότερα απ τον δρόµο, γιατί το ανέβασµα και γι αυτά  ήταν δύσκολο.  Έτσι για τους κτηνοτρόφους (µετακινούµενους «βλάχους»), που είχαν ανοίξει και φέτος τα κονάκια, τούτη η στροφή του δρόµου, ήταν πρώτης τάξεως «πλατεία – Parking» για τα τροχοφόρα τους.  Απ εδώ, ακολουθώντας το µονοπάτι σε τριάντα λεπτά σε ρίχνει στην ποταµιά (αν και ο µεγαλύτερος απ τα δυο αγόρια του Ζαρκάδα, µου εξηγούσε ότι είναι µόνο δέκα λεπτά!).

Τι είναι τελικά αυτό το Ασπρόρρεµα; Τι είναι  επιτέλους αυτό το κοµµάτι γης που µας έφερνε και µας ξανάφερνε µέχρι εδώ; Τι αναζητούσαµε στην αποµόνωση των βουνών; Στην εσχατιά του κόσµου;.

Η δεύτερη πανσέληνος του Ιούλη που  γέµισε τον τόπο, δεν µας βοήθησε πολύ στις απαντήσεις, κι ας µείναµε κοντά της το µεγαλύτερο διάστηµα της νύχτας.  Μέχρι να βγει το φεγγάρι πίσω απ τα βουνά, µας έκανε παρέα ο  κυρ Παναγιώτης Ζιώγας, πού περνώντας µε το κοπάδι του, στάθηκε να µας µιλήσει: «Εδώ έµεναν  άνθρωποι χειµώνα καλοκαίρι µέχρι το 1991!  Να φανταστείς οικογένεια µε έξι µικρά παιδιά.  Να πας εκεί και δεις πόσο γκρεµός είναι εκεί στην άκρη του σπιτιού, τώρα το έχουν λίγο περιφραγµένο.  Τότε που ήταν µικρά.. κάτι κλάρες είχαν για προστασία και κάτω ήταν γκρεµός 100-200 µέτρα.. να πέφτει στο ποτάµι, µικρά λιανοπαίδια αυτά εκεί.. Θεού ευχή ήταν αυτή;  Και όµως τα έφερναν βόλτα εδώ µέσα.  «Καλά µέναν τον χειµώνα εδώ µέσα ανθρώποι»   «Πόσα σπιτάκια έχει το Ασπρόρρεµα»;  «Εδώ από κάτω έχει ένα σε λειτουργία, ένας µπάρµπας µου (Ζιώγας), από πέρα είναι άλλες δύο οικογένειες Ζιωγαίοι.  Πιο βαθιά είναι ένας Τασούλας, στην ποταµιά, όπως πέφτει η ράχη Σφυρί και στο τέρµα του Ασπρορρέµατος είναι ένας Γαντζούδης.  Είναι µακρινός συγγενής του Σπύρου Γαντζούδη.  Οι Γαντζουδαίοι είναι απ τα Επινιανά.  Όλοι εµείς εδώ µέσα, Ασπρόρρεµα, Φτέρη,  ανήκουµε στα Επινιανά»   «Πώς τα φτιάχναν αυτά τα καταπληκτικά µεγάλα σπίτια εδώ στην άκρη του κόσµου»;  «Ήταν τεχνίτες αυτοί, δεν ήταν µαστόροι όπως σήµερα»  «Αυτά τα σπίτια, όπως τα θυµήθηκα εγώ, ήταν όλα πριν το 1960 καµωµένα.  Απ το 1950 µέχρι το 1960.  Με τους σεισµούς αυτά δεν έπεσαν, µπορεί να γκρέµισαν αλλά δεν έπεσαν.  Πάντως µετά τους σεισµούς,  µας είχαν πει ότι θα πέσουν και έτσι αναγκάστηκαν και έφυγαν κάµποσοι απ εδώ µέσα..  Μέχρι τότε έµειναν 40 οικογένειες τον χειµώνα! Το καλοκαίρι µαζευόµασταν και οι παραχειµαζόµενες οικογένειες, άλλες 20 – 25,  ήταν χωριό κανονικό το Ασπρόρρεµα.  Μετά έγινε το άλλο, είχαν δώσει στην Αλίαρτο τότε, οικόπεδα, ξεκίνησε να φτιάχνει εκεί σπίτι, ο ένας µε τον άλλον, τότε κινήθηκαν, τόβγαλαν σεισµόπληκτο το µέρος και έφυγε ο κόσµος..  τί να έκαναν οι ανθρώποι εδώ.. οικογένειες µεγάλες, είχαν παιδιά, τι να τα κάνει να τα κρατήσει εδώ..»  «Πώς µεγάλωναν τόσα παιδιά εδώ µέσα»;  «Βεβαίως, τον χειµώνα και είχε έξι µικρά παιδιά, τα παιδάκια πήγαιναν σχολείο στα Πινιανά, τ άφηναν δυο-τρία απ τα παιδιά τους και  πήγαιναν σχολείο εκεί, τ άφηναν µόνιµα εκεί.  Ήταν όλοι πολύτεκνοι όλοι και από «πράµατα» (πρόβατα) λίγα είχαν, από 70 γίδια και πρόβατα κάτω.  Μεγάλα κοπάδια είχαν αυτοί που πήγαιναν τον χειµώνα κάτω, οι παραχειµάζοντες, αυτοί που πήγαιναν κατά το Αγρίνιο, την Αλίαρτο, την Λεβαδιά.  Οι παραµείνοντες είχαν λίγα.. πώς να τα φέρουν βόλτα τα µεγάλα κοπάδια εδώ µέσα µε χειµώνα καιρό;  Τί να τα ταΐσουν;  Για να φέρουµε το αλεύρι εδώ πηγαίναµε στο χωριό Νιοχώρι (στις όχθες της λίµνης Πλαστήρα, στο Καρδιτσιώτικο) µε τα µουλάρια για να το φέρουµε πίσω και να φτιάξουµε το ψωµί, για να µπορέσουµε να βγάλουµε τον χειµώνα εδώ µέσα.  Για τα  πράµατα (πρόβατα) ούτε που το συζητάµε.. Από τροφές ότι έβγαζαν µόνοι τους απ τον τόπο, το καλοκαίρι, αυτά τάιζαν τα πράµατα. Βλέπεις αυτά τα παλιά πεζούλια;  Αυτά τα πεζούλια κάναν  θησαυρό ρε παιδιά..  Καλαµπόκια, φασόλια, πατάτες, φακές τα πάντα, θησαυρός.  Μελίσσια εδώ µέσα.. τα παιδιά τα τάιζαν καλαµπόκι.. είχαν µύλο εδώ µέσα και άλεθαν.. όπως θα κατεβείτε στο ποτάµι φαίνεται ακόµη..  Έτσι όπως πέφτουν τα νερά, όλα τούτα εδώ µέσα τα µέρη ανήκουν στα Πινιανά.  Τα Επινιανά είναι η µεγαλύτερη περιφέρεια στ Άγραφα.

Τα Επινιανά ήταν µεγάλο χωριό, είχε µεγάλη ιστορία και πολύ παλιά τους είχε πειράξει βλογιά και πολλοί χάθηκαν και πολλοί έφυγαν, και τότε ρήµαξε ο τόπος.  Είχε παλιά δώδεκα εκκλησιές το χωριό, άµα ρωτήσεις στο χωριό που τα ξέρουν πιο καλά αυτοί που είναι πιο µεγάλοι από µένα, θα στα πούνε.  Να σκεφθείς είχαν απ το χωριό τα Επινιανά σκαµµένο µέσα µε πέτρες (λαγούµι) και πήγαιναν στο ποτάµι και έπαιρναν νερό για να µην βαρεί ήλιος τις γυναίκες!  Γαλαρία µέσα µε πέτρες και έβγαιναν κάτω στον Αγραφιώτη ποταµό και ξαναγύριζαν επάνω»  «Εσείς τον χειµώνα κατεβαίνετε στο Αγρίνιο»;  «Ναι,  πάµε στο χωριό Ρίγανη»..

Όταν το φεγγάρι πρόβαλε, δεν θέλαµε να του γυρίσουµε την πλάτη.  Συνοµιλήσαµε µ΄ αυτό, αλλά µε τέτοια λάµψη που έβγαζε, έκανε τα πράγµατα δυσκολότερα, καθώς έδινε στις γύρω εντυπωσιακές κορφές µία εξώκοσµη όψη.  Γυρίσαµε απ το άλλο πλευρό και είπαµε να κλείσουµε για λίγο τα µάτια µας.

Το πρωινό, το χαιρετήσαµε και πάλι, (το φεγγάρι) πριν κρυφτεί πίσω απ την κορφή Μπαλντενήσι (2) , που προγραµµατίζαµε να ανεβούµε.  Μέχρι να ετοιµαστούµε και να ρίξουµε τα πόδια µας στο κατηφορικό µονοπάτι που έφευγε από κάτω µας, νάσου και ξεπροβάλλουν από κάτω ολόκληρη παρέα (κοµπανία) µε τα καλά τους. Χαιρετηθήκαµε, σφίξαµε τα χέρια και ανταλλάξαµε κουβέντες.  Εµείς για τα µέρη τους (κάτω) και οι ανθρώποι για την γιορτή της Αγίας Παρασκευής στα Βραγγιανά, (κατά πάνω)  µεγάλη γιορτή και µεγάλη η χάρη Της.

Πήραν το ένα απ τα αυτοκίνητα και έκαναν προς τα πάνω, ενώ εµείς πέσαµε στην κατηφοριά.  Το µονοπάτι ήταν καλογραµµένο και πνιγµένο στην βλάστηση.  Χαµηλότερα πέσαµε σε πυκνό δάσος από αρκουδοπούρναρα (το «γκι» των Χριστουγέννων της πόλης) και χάσαµε το φως.  Εδώ, σ αυτό το δάσος, σταλιάζουν πρόβατα και χάσαµε και το µονοπάτι.  Πέσαµε σε παλιά πεζούλια και συνδεθήκαµε µε το µονοπάτι που ερχόταν απ το σπίτι του Ζαρκάδα.  ∆εν αργήσαµε να περάσουµε το ρεµατάκι, που κατέβαζε νερό και κολλήσαµε στην άλλη ραχούλα, όπου δέσποζε το σπίτι.

Τούτο το σπίτι ήταν το κάτι άλλο και κάθε περιγραφή ξεφεύγει από τα συνηθισµένα εάν σκεφθεί κανείς που στεκόταν.  ∆ίπατο, πλατυµέτωπο, ολόκληρο από πέτρα, µε τα ανοίγµατά του και το µικρό ξύλινο χαγιάτι του να κοιτάζει νότια.  Στο ισόγειο οι αποθηκευτικοί χώροι και πάνω κάµαρες και µαγειριό.  Στον τοίχο εντοιχισµένες εγχάρακτες πέτρες που ανέφεραν το όνοµα του ιδιοκτήτη.  «Αύγουστος, Χ.Β. Ζιώγας» και πιο πέρα άλλη µε: «έτος 1936 Χ.∆. Βασιλ».  Η στέγη αρχικά θα ήταν µε σχιστόπλακα, αλλά τώρα ήταν ντυµένη στα τσίγκια και µία καπνοδόχος πρόβαλε πάνω της. Απ τα ανατολικά του σπιτιού είχε αρχίσει η κατάρρευση.  Αφού η στέγη άντεχε, η τοιχοποιία σωριάστηκε.  Ίσως τούτα τα σπίτια επειδή γίνονται µε πολύ κόπο και κάτω από δύσκολες συνθήκες, δεν µπορούν να αντέξουν την µοναξιά.  Σαν το εγκατέλειψαν οι νοικοκυραίοι, δεν θέλησε να στέκει µοναχό του.  Ολόγυρα βοηθητικά κτίσµατα, γκρέµια, πεζούλια, αποθήκες και όλα αυτά σ ένα χώρο που δεν χωράει ανθρώπου νους. Για πρωινό στο σπίτι της κυρά Αργυρώς Ζιώγα.

Πάνω που περιεργαζόµασταν το σπίτι και τον γύρω χώρο, προβάλει από ψηλά, νέος,  που αφού µας καληµερίζει µας προσκαλεί στο σπίτι τους για ένα καφέ.  Πού ήµασταν; Είχαµε ήδη αργήσει και θέλαµε δρόµο για τον στόχο µας, αλλά τούτη η ανεπάντεχη ανθρώπινη παρουσία µέσα σ αυτό το σκηνικό, διαφοροποιούσε τα πράγµατα, όταν ακούστηκε, «άει καλά, κάντε µια στάση, για ένα καφεδάκι, ελάτε κατά δω..» Κάναµε ψηλότερα µέσα από οργιαστική βλάστηση και αυλάκια νερού και αγκοµαχώντας κολλήσαµε στο χαµηλό παλιό κονάκι που το έζωνε πρασινάδα και δένδρα θεόρατα.  Εδώ βρεθήκαµε σ άλλο κόσµο, να µας υποδέχεται η κυρά Αργυρώ Ζιώγα, ο γιος της Βασίλης και ο φίλος του ο «Βολιώτης» (εκ του Βόλου),  που είχε κατέβει να µας προσκαλέσει στο κονάκι. Καθίσαµε στην πεζούλα, µέσα σε πετρόστρωτη λουλουδιασµένη αυλίτσα, ανάµεσα στα δυο σπίτια.  Το ένα ήταν πέτρινο και το άλλο ξύλινο, από σανίδες.  Τα τσίγκια της στέγης γυάλιζαν στον ήλιο και ήταν αυτά που βλέπαµε απ το µπαλκόνι την προηγούµενη µέρα.  Βλέπαµε και τον καπνό που κάπνιζε η καµινάδα και όπως µας είπαν µας είχαν δει και αυτοί µε τα κιάλια, µόλις είχαµε βγει εκεί. Είπαµε τα πρώτα, είπαµε τα µαντάτα και που θέλαµε να πάµε στην κορφή Μπαλντενήσι  «Πού θα πάτε τώρα, είναι για τέτοια η µέρα;» Ξεκινάµε µε τσίπουρα και πριν καλά-καλά καθίσουµε, έχουµε κατεβάσει τρία.  Στην συνέχεια ο Βασίλης, κουµανταρίζει και καταφτάνει το πιάτο µε το ζυµωτό ψωµί, τσαλαφούτι, ελιές και µπόλικο τυρί.  Για να πηγαίνουν κάτω, δηλαδή για να µπορέσουν να κατέβουν αυτά απ τον λαιµό στο στοµάχι, συνεχίζουµε µε τσίπουρα και εναλλαγές µε κονιάκ, βοηθώντάς τα.

Η κυρά Αργυρώ Ζιώγα στο Κάτω Σφυρί Ασπρορέµατος

Είναι εννιά η ώρα το πρωί της Αγίας Παρασκευής ανήµερα, έχουµε ξεκινήσει για την κορφή Μπαλντενήσι και βρισκόµαστε καθισµένοι στο σπιτικό της Ζιώγαινας και τρώµε ακατάπαυστα. Απ τον Βασίλη Ζιώγα, µαθαίνουµε, ότι η τοποθεσία που καθόµαστε, τρώµε και συζητάµε λέγεται «Κάτω Σφυρί».   Από το 1974 µέχρι το 1985 η οικογένεια Ευαγγέλου Ζιώγα, πατέρας µου το χειµώνα πήγαινε µε τα πρόβατα για χειµαδιά στον οικισµό «Φαλαγγιά» της κοινότητας Κεχρινιά του σηµερινού ∆ήµου Αµφιλοχίας.  (Εκεί πήγαιναν και τα αδέλφια του πατέρα µου που το καλοκαίρι ζούσαν στα «Ζερβά» τοποθεσία κάτω από την κορφή Πλάκα στο Μπαλτενήσι.  Εµείς τα παιδιά πηγαίναµε σχολείο στα Σαρδήνινα (µια ώρα µε τα πόδια, διότι στη  Φαλαγγιά δεν είχε σχολείο). ∆ροµολόγιο από Φαλαγγιά στο Ασπρόρρεµα την άνοιξη κάναµε τρεις µέρες. Το δροµολόγιο ήταν: Φαλαγγιά, Μέγα Κάµπο, Αρωνιάδα, Χαλκιόπουλο, Εµπεσός, Σακαρέτσι (Περδικάκι), Πηγάδια, Βρουβιανά, Τέµπλα, Λιπιανά, Ραφτόπουλο, Κρεβάτια, Γιδόκαστρο, (Γυφτοσπλιά), Ασπρόρεµα. 

Η αντίστροφη διαδροµή – δροµολόγιο απ το Ασπρόρρεµα στη Φαλαγγιά το Φθινόπωρο, κάναµε 5 µέρες γιατί τα πρόβατα ήταν γκαστρωµένα».  Ανάµεσα στα πέρα δώθε του Βασίλη και της µάνας του, προσπαθούµε να ξεγλιστρήσουµε λέγοντας «το τελευταίο και φεύγουµε» αλλά ο Βασίλης που είναι νεώτερος και σβέλτος, ξαναγυρίζει και µε κάτι καινούργιο στο χέρι.  Έχουµε τελειώσει το πρώτο πιάτο και καταφτάνει το δεύτερο µε περισσότερο τσαλαφούτι, σκόρδα ολόκληρα και νταµιτζάνα κρασί.

Έχουµε τρελαθεί τελείως, «Βασίλη δεν θα µπορούµε να κάνουµε βήµα, άστο έχουµε να βγούµε σε ανηφοριές».  «Πού να πάτε τώρα, καθίστε εδώ να ξεκινήσουµε µεσηµεριανό και να βάλλουµε και ένα αρνί για το βράδυ»!.. Μετά τα τσίπουρα, τα κονιάκ έρχεται η ώρα του κρασιού.  Είναι προσβολή να σου γεµίζουν το ποτήρι και να µην πιεις.  Άντε να πιεις ένα ποτηράκι αλλά αυτά ήταν νεροπότηρα.  ∆ώσε «άσπρο πάτο», δώσε «βουνό µε βουνό δεν σµίγει και ότι θα κάνουµε γλέντι µεγάλο στην Αλίαρτο που θάρθουµε οπωσδήποτε».

Στα µεσοδιαστήµατα από τις µπουκιές που δεν κατέβαινε τίποτα κάτω, ο Βολιώτης, ξεκρέµαγε το τουφέκι, έκανε δυο βήµατα στην αυλή, σήκωνε αυτό ψηλά στα δένδρα και κτύπαγε και από κάνα πουλί, για να έχει το µεσηµεριανό και την ποικιλία του. Ο Βασίλης διαπιστώνει ότι το κρασί θέλει αλλαγή φαγητού και δίνει το σύνθηµα στην µάννα του να ανάψει ξύλα.

«Χθες το απόγευµα από κάτω στο ποτάµι, έπιασα καµιά δεκαριά πέστροφες, να τις φάµε»!  «Βρε καθίστε καλά, είναι ώρα για καφέ και για περπάτηµα, δεν είναι ώρα για τέτοια»..

Η θεια Αργυρώ να γυροφέρνει στην αυλή, η φωτιά κόλλησε, η καµινάδα κάπνισε και πριν τελειώσουµε την µισή νταµιτζάνα κρασί, νάσου και οι πέστροφες στο πιάτο.  «Αυτές είναι µόνο για σας, ήρθατε στα µέρη µας και αφού δεν κάθεστε να σφάξουµε αρνί, θα φάτε πέστροφες που δεν έχετε ξαναφάει»!

∆ώστου κρασί, δώστου πέστροφες, δώστου τυρί και ο Θεός να βάλλει το χέρι του.  Στις παύσεις φωνών λόγω µπουκώµατος, ο Βασίλης προλαβαίνει και µας λέει:  «Τα κεφάλια απ τις πέστροφες που δεν τα τρώτε δώστε τα στο  Βολιώτικο σκυλί που τα τρώει όλα»!

Καλά είχαµε γίνει αγνώριστοι.  Η ώρα να είναι περασµένες δέκα, να κοντεύουµε να τελειώσουµε και το κρασί, οι πέστροφες είχαν τελειώσει όλες, οι µπαταριές να πέφτουν που και αραιά και εµείς να έχουµε εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια απαγκίστρωσης.  Βρε τι φωνές βάλαµε, τι υποσχέσεις δώσαµε ότι στον γυρισµό θα περνούσαµε έτσι και αλλιώς απ εδώ, τι ότι θα ολοκληρώσουµε µε τρικούβερτο γλέντι στην Αλίαρτο, όταν θα κατέβουµε στους κάµπους, τίποτα!

Σαν να µην έφταναν αυτά, κάνω το λάθος και αναφέρω την λέξη γλυκό.  Ως δια µαγείας εµφανίζεται η θεια µε δυο κοµµάτια µπακλαβά γωνία και όταν στο προσφέρουν εσύ τι λες; Είχαµε βγει τελείως εκτός.  Ακόµη και τα λόγια µας για χιλιοστή φορά που επέµεναν να αντιλαλούν ότι θέλαµε να βγούµε στην κορφή Μπαλτονήσι δεν έπειθαν ούτε και µένα.  Τα έλεγα και τα ξανάλεγα δίχως να µπορώ να κάνω κάτι.

Κάπου – κάπου µονάχα έριχνα κάτι µατιές στον σύντροφό µου που έδειχνε να το απολαµβάνει, γιατί κατά βάθος δεν πίστευε ότι µε τέτοια ανηφόρα και ζέστη θα βγαίναµε στην κορφή.  Η ώρα είχε περάσει πια από 1000. Ο ήλιος είχε ψηλώσει για τα καλά, µας βρήκε µέσα στο Ασπρόρρεµα και η ανηφόρα για τα 2.000 µέτρα, ξεκινούσε από τα 700 µέτρα.  Εάν θέλαµε να ξεθολώσουµε από το ανεπάντεχο «κακό» που µας είχε βρει στο σπίτι της θειάς Αργυρώς, µε το «ξεχωριστό πρωινό», έπρεπε να κάνουµε µία ακόµη τουλάχιστον προσπάθεια απαγκίστρωσης.

∆ίπατο σπιτικό στο Ασπρόρεµα

Για πολλοστή φορά σηκωθήκαµε, φορτωθήκαµε τα σακίδια στην πλάτη, ανάµεσα σε φωνές, γέλια και υποσχέσεις κάναµε κατά την πόρτα.  Ο Βασίλης που το είχε πάρει προσωπικά το θέµα, να µας κρατήσει για πάντα στο σπίτι, να είναι ανένδοτος.  Ο «Βολιώτης» να ρίχνει µπαλοθιές, µπας και κατεβάσει κάνα πουλί και µας δελεάσει πιότερα να µείνουµε, η θεια να κουνάει το κεφάλι της και να σκεφθείς ότι έλειπε και ο νοικοκύρης του σπιτιού.. Ο Βασίλης είχε επισκεφθεί τους γονείς του, για λίγες µέρες, φέρνοντας µαζί του και τον φίλο του τον Βολιώτη.  Εδώ στα έγκατα της γης, στην καρδιά των Αγράφων, η ανθρώπινη παρουσία είναι το πολυτιµότερο αγαθό και γι αυτό σαν περάσει άνθρωπος, είναι γιορτή µεγάλη.  Βέβαια εµείς χαιρόµασταν αφάνταστα µε την «γιορτή» των ανθρώπων, γιορτάσαµε µε γλέντι εξ αποστάσεως την εορτή της Αγίας Παρασκευής, αλλά είχαµε και στόχο να βγούµε ψηλά στην κορφή. Κάναµε κάµποσα βήµατα µέχρι την αυλόπορτα, σφίξαµε για ακόµη µία φορά τα χέρια ευχαριστώντας τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν πίστευαν ότι µπορούσαµε να σύρουµε τα πόδια µας µε αυτά που είχαµε φάει και πιει.  Μας επιβεβαίωσαν ότι στον γυρισµό θα είχαν κρεατικό και ότι κατεβαίνοντας να δίναµε σήµα από απέναντι να ξεκινήσει η θεια τα ξύλα..

Μέσα σε φωνές, αλαλαγµούς που πιστοποιούσαν ότι τα ποτά και µετά το φαΐ είχαν κάνει κιόλας πολύ καλή δουλειά, αφήναµε το σπιτικό, παίρνοντας τον δρόµο για την ποταµιά.  Για ώρα οι φωνές µας συνόδευαν και τα λόγια αντιλαλούσαν στην ρεµατιά και στις πέρα κορφές.  Το Ασπρόρρεµα ολόκληρο γελούσε µε την εικόνα µας.  Είχαµε έρθει να ολοκληρώσουµε τα τελευταία κοµµάτια της αναζήτησής µας εδώ, είχαµε σχέδια και πλάνα και τώρα βρισκόµασταν αιχµάλωτοι της φιλοξενίας του..  Νάταν άραγε τυχαίο;

Με όση σοβαρότητα µας είχε αποµείνει, ήταν και κατηφόρα, ακολουθήσαµε το µονοπάτι, όταν βεβαιωθήκαµε ότι η βλάστηση µας κάλυπτε, αλληλοκοιταχτήκαµε αλλά δεν είπαµε τίποτα.  Συνεχίσαµε όπως-όπως την πορεία µας, περάσαµε το εικονοστάσι, πιάσαµε το καγκελωτό πετρόκτιστο µονοπάτι που έπεφτε στην κοίτη του ρέµατος και βρεθήκαµε στο ποτάµι.  Το νερό ήταν λιγοστό και όχι παντού.   Ακολουθήσαµε ελευθέρας βοσκής πορεία νότια, όπως η ροή του νερού και στο χαρακτηριστικό βράχο, αφήσαµε την κοίτη και κολλήσαµε δεξιά επάνω.  Το µονοπάτι ήταν ευδιάκριτο, αλλά ανηφορικό.  Ο ήλιος ιδιαίτερος και το «πρωινό µας κολατσιό» µιλούσε, µέσα µας, πάνω µας, για τα καλά.  ∆εν µπορούσαµε να πάρουµε τα πόδια µας.  Η κλίση ολοένα και µεγάλωνε.  Η πορεία µας ακολουθούσε την αντίθετη ροή ενός χειµάρρου που έτρεχε από την κορφή Μπαλντονήσι, τα νερά λαµπύριζαν, αστεράκια έκαναν στου ήλιου την σµίξη και στο κεφάλι µας καµπάνες κτυπούσαν.  Συνεχίσαµε κάµποσα µέτρα ακόµη, τραβερσάραµε αριστερά του χειµάρρου και κολλήσαµε σε ελατόδασος αραιό µε σαφή την πορεία του µονοπατιού λόγω των δυο κονακιών που βρισκόντουσαν ψηλότερα.

Ένα βήµα κάναµε επάνω και δύο πίσω, ο ήλιος ήταν µαρτύριο,  αλλά του κεφαλιού µας η παραζάλη ήταν το κάτι άλλο.  Με προσποιητή θέληση και πείσµα αφανέρωτο, φτάσαµε σ ένα πλάτωµα, όπου υπήρχαν πέτρες που αλάτιζαν το κοπάδι και στον ίσκιο ενός θεόρατου ελάτου, επιτέλους σωριαστήκαµε.

Ήταν η πρώτη φορά που βρεθήκαµε οι δυο µας µόνοι µας µετά από ώρα.  Ήταν η πρώτη φορά που µπορούσαµε να µιλήσουµε.  Αντί για λόγια, όπως είχαµε τα κορµιά µας χυµένα καταγής, άρχισα να βαράω τον φίλο µου, µε το καπέλο µου, µετά µε τα µπαστούνια, µετά µε τα χέρια και τέλος µε τα πόδια.  «∆εν στα είχα πει.. θέλαµε πρωινό καφέ, για ένα καφέ, για να ρωτήσουµε για το µονοπάτι ε! πάρε νάχεις.. να δούµε τώρα πώς θα βγούµε ψηλά»..  «Ωχ – ωχ µην βαράς ρε, τάχα δεν σου άρεσαν οι πέστροφες»..  «Ρε καραγκιόζη, άλλο οι πέστροφες και άλλο τα πιοτά.. για πρωινό κατεβάσαµε τσίπουρα, κονιάκ και µισή νταµιτζάνα κρασί.. πάρε νάχεις»..   «Ωχ µην βαράς ρε, δεν φταίω εγώ, κάθε µέρα τα συναντάς αυτά»;  «Ναι αλλά εδώ στο Ασπρόρρεµα!, που θέλουµε να ανεβοκατέβουµε τόσα µέτρα υψοµετρικής διαφοράς»;  «Εντάξει ρε συ, µην βαράς, άσε να τον πάρουµε (ύπνο) λιγάκι και θα συνέλθουµε»!

Όταν κουράστηκα να χτυπιέµαι µε τον σχοινο-σύντροφό µου, δεν είχε και σηµασία µιας και κανείς µας δεν καταλάβαινε τίποτα, ούτε έβγαινε και πουθενά, αφού είχαµε γίνει µία µάζα.  Εικόνες..  Καταµεσής στο πουθενά (µέσα σε βουνά) δερνόντουσαν δυο ανθρωποειδή και ο τόπος αντιλαλούσε απ τις φωνές µας, δείγµα της παραζάλης µας, µέχρι που µας κούρασε κι αυτό και ηρεµήσαµε.  Ήταν η από ώρα εκτόνωσης, γιατί ήξερα ότι µε τέτοιο «πρωινό» δεν θα µπορούσαµε να βγούµε στα ψηλά.  Εδώ ερχόµασταν µετά από µεγάλη πίεση και δεν είναι εύκολο να βγεις εδώ.  Να τα έχουµε καταφέρει µέχρι εδώ και να µας προδώσει ένα «ξεχωριστό πρωινό»;

  Για άλλη µια φορά πληρώναµε την ανθρώπινη διάσταση των πραγµάτων.  Πώς να σταµατήσουµε τα πράγµατα όταν στην άκρη του κόσµου σε κατακλύζουν για να σε ευχαριστήσουν;  Πώς να αρνηθείς το χέρι, που σου προσφέρει απλόχερα;  Οι άνθρωποι χαίρονται, µπορείς να τους γυρίσεις την πλάτη; Πώς να εξηγήσεις ότι η ανάβαση µιας κορφής είναι σηµαντικότερο από έναν «πρωινό καφέ»;  Είναι;  Μήπως η χαρά της συντροφιάς για τους ανθρώπους του βουνού είναι σηµαντικότερη απ την ανάβαση µιας κορφής;

Προς το παρόν είχαµε βουλιάξει.  Θέλαµε να ανεβούµε στην κορφή αλλά είχαµε µπλοκάρει.  Ο άλλος δίπλα, έχοντας κλείσει τα µάτια, κοιµόταν κιόλας.  Μέσα στην ησυχία του τόπου, αναγκάστηκα να συµβιβαστώ µε τα γεγονότα.  Όσο και να ήθελα να προχωρήσω βαθύτερα και ψηλότερα στο Ασπρόρρεµα, όσο κι αν αυτό ήταν πολύ ποθητό, έπρεπε να περιµένω, να συνέλθω και µε καθαρότερο µυαλό να επανεκτιµήσω τα δεδοµένα.  Μέχρι τότε θα µπορούσα να πνίξω τον φίλο µου – πού τον θεωρούσα βασικό υπεύθυνο της περιπέτειας, «µιας καληµέρας και ενός το πολύ καφέ!» –  που ροχάλιζε κιόλας δίπλα µου στα ριζά της κορφής..

Μετά από πολύ καιρό βρέθηκα στο µαγαζί (καφενείο – ουζερί) του Τάσου Ζιώγα, – αδελφού του Βασίλη -, στην Αλίαρτο µε τον Βασίλη και ανάµεσα σε µεζέ και τσίπουρο, µου θύµισε:  «Όταν ήρθες στο Ασπρόρεµα πρωί – πρωί µε το φίλο σου και ήθελες να ανέβεις στο Μπαλτενήσι,  βρήκες στο ποτάµι το φίλο µου το Γιώργο Σκόρα (δάσκαλος από το Βόλο) ο οποίος σας έφερε µέχρι το σπίτι. Εκεί να σου θυµίσω καφέ δεν θέλατε γιατί βιαζόσασταν να ανεβείτε στο βουνό.  Τελικά -για να µην σε κουράσω- το ένα τσίπουρο έφερε το άλλο…. ήρθε το τυρί και το τσαλαφούτι… ήρθε και µια πεντάρα κρασί… ήρθαν οι τηγανιτές πέστροφες µε το βούτυρο…. και έτσι ξεχάστηκε η ανάβαση στο Μπαλτενήσι. Φεύγοντας κόντευε µεσηµέρι (είχατε έρθει 8:00 π. µ.) είπες στη µάνα µου: «Κυρά Αργυρώ κοίτα πως µας κατάντησε ο γιος σου» και αυτή σου απάντησε:  «Τα ήθελε και σένα ο κώλος σου παιδάκι µου». Μετά έκανες τη φοβερή δήλωση στη µάνα µου «Το µέρος εδώ είναι ΑΛΠΙΚΟ!!!!!» και η µάνα µου σωστά σου απάντησε: (αγράµµατη γυναίκα): «Έχει παιδί µου κάτι α’ λπές που µας τρώνε τις κότες». Μετά από αυτά κατεβήκατε πιο κάτω στο ποτάµι, βρήκατε µια ωραία καρυά και κοιµηθήκατε µέχρι το απόγευµα»…

Τάκης Ντάσιος, Ιούλιος 1996

Αναδηµοσίευση από: Ορεινογραφίες.  Ολόκληρο το άρθρο στο εξαιρετικό blog του ορθογράφου ορεινογραφιών Τάκη: «https://oreinografies.wordpress.com» Άρθρο: Μεθύσαµε µε.. πρωινό στο Ασπρόρεµα, ενώ πηγαίναµε ν’ ανέβουµε την κορφή Μπαλτενήσι!»

Αρχείο: Οκτώβριος 2018 

Άνθρωποι και βουνά, βουνά και άνθρωποι

Ψηλές κορφές περιτοιχίζουν το Ασπρόρεµα, όπως: Τσούµα, 1487 µ., Καυκί, 1.607 µ., Σταυρός, Γεννίτσαρι, 1.789 µ.,  Τσούκα Σάκα. Ντεληδίµι (Αυγό), 2.163 µ., απ την άλλη µεριά της ρεµατιάς: Τσούµα, 1518 µ., Σφενδάµι, 1.704 µ., Πλάκα (Κουκουρούτζος) 1.852 µ., Μπίνια, Πυραµίδα (Μπαλντενήσι) 2.002 µ., Σύνορον 2.032 µ., Κορυφή, 2.000 µ., Χοντρό Σπανό, Σαλαγιάννη, 2..133 µ., ∆ιχάλα, (Σουφλί), Κορφή Μπαλντενήσι, ύψ. 2.008 µ. Απ τον πάτο του Ασπρορέµατος, 900 µ. υψόµετρο, εκεί που σκάει το Τσαρκόρεµα στο ρέµα του Ασπρορέµατος, απ τα δεξιά, όπου κονάκια και νερόµυλος παλιός, κολλάµε απέναντι στη πλαγιά – ὀπως τρέχουν τα νερά  -αριστερά και ανηφορίζουµε απέναντι, µε οδηγό τη ρεµατίτσα που κατεβαίνει απ τα ψηλά.  «Στα αριστερά µας η κορυφή υψ. 2.008 µ., το περίφηµο και απότοµο Μπαλντενήσι, κάτω από την βραχώδη κορυφή Πυραµίδα, ύψ. 2.002 µ.  Αριστερά του η Πλάκα, ύψ. 1.852 µ. ενώ χαµηλότερα ο Κουκουρούντζος τραβάει το βλέµµα λόγω του µεγάλου ελατόδασους, που απλώνεται στη πλαγιά, καταλήγοντας στο Ασπρόρεµα».  (Ντρενογιάννη Γιάννη (Επιµ.) 2009:151)

Ανηφορική, οµαλή ανάβαση, βγάζει στην κορφή Πλάκα, ύψ. 1.852 µ.   Μετά την κορφή Πλάκα, συνδέεται κανείς µε το µονοπάτι Μέρσια –Παλούκια – Ασπρόρεµα, που κινείται στην κορυφογραµµή και κάνοντας κύκλο, πέφτοντας στον πάτο του Ασπρορέµατος, όπου ο συνοικισµός Ασπρόρεµα (Aσπρόρρευµα).