Η υπόθεση εξελίχτηκε σε ένα χωριό των Αγράφων, το Τροβάτο. Μου την εξοµολογήθηκε ο ίδιος ο «πρωταγωνιστής», αλλά την περιγραφή του συγκεκριµένου περιστατικού µου την έκαναν και δύο συγχωριανοί µου, που διατηρούσαν έντονα στη µνήµη τους το συµβάν της ηµέρας εκείνης, χωρίς, βέβαια, να ξέρουν και την αιτία του, γιατί ο «πρωταγωνιστής» του συµβάντος κράτησε ερµητικά κλειστό το στόµα του. Κατά την οµολογία του, το τι συνέβη τη µέρα εκείνη της 15ης Αυγούστου, στο µοναστήρι της Παναγίας, κατά τη γιορτή της Μεγαλόχαρης, το είχε εξοµολογηθεί τότε στον παπά του χωριού και στα βαθιά γεράµατά του το εξοµολογήθηκε και σε µένα, γιατί, όπως µου δήλωνε, µε εκτιµούσε ιδιαίτερα.  

Το περιστατικό συνέβη λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεµος του 1940. Το καλοκαίρι εκείνο, όπως και κάθε καλοκαίρι, το χωριό έσφυζε από ζωή. Οι Σαρακατσάνοι είχαν ήδη από τα µέσα του Μάη ανεβεί µε τα ποίµνιά τους από τα χειµαδιά στο χωριό και οι πλαγιές των βουνών αντηχούσαν µέρα και νύχτα από τη µελωδία των κουδουνιών των αιγοπροβάτων. Οι κτηνοτρόφοι είχαν στήσει τις στάνες τους και εκµεταλλεύονταν τα καλοκαιρινά µαξούλια τους. Μεταξύ τους οι κτηνοτρόφοι του χωριού διατηρούσαν αγαθές σχέσεις και καθένας πρόσεχε το δικό του κοπάδι, χωρίς να παρενοχλεί το κοπάδι του άλλου. 

Ωστόσο, γνώρισµα του χαρακτήρα τους ήταν η αντιφατικότητα. Ενώ λόγου χάρη καθηµερινά και για την παραµικρή αιτία έβριζαν ασύστολα τα θεία, εντούτοις στο βάθος της ψυχής τους ήταν θεοσεβούµενοι. Άλλη πάλι αντίφαση του χαρακτήρα τους ήταν ότι, ενώ κατά βάθος ήταν θεοσεβούµενοι, δεν ήταν λίγες οι φορές που έκλεβαν πρόβατα από τα κοπάδια κατοίκων των παρακείµενων χωριών. 

Αυτοί, λοιπόν, οι κτηνοτρόφοι, οι σκληροί ξωµάχοι, παρόλο το σκληρό τους χαρακτήρα, που διαµορφωνόταν από το φυσικό περιβάλλον και τον τρόπο ζωής τους, ήταν, όπως προανέφερα, κατά βάθος θρήσκοι. Θεωρούσαν, βέβαια, τον Αη –Γιώργη προστάτη των ποιµνίων τους, αλλά στις µεγάλες δυσκολίες της ζωής τους ατένιζαν το Μοναστήρι της Παναγίας του χωριού και στην Παναγία στήριζαν την ελπίδα τους. Στη γιορτή, µάλιστα, της Μεγαλόχαρης, στις 15 Αυγούστου, όλοι κατέβαιναν στο χωριό, φορούσαν τα καλύτερα ρούχα τους και πήγαιναν στο Μοναστήρι ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, να προσευχηθούν και µερικοί και να κοινωνήσουν, γιατί νήστευαν όλο το δεκαπενταύγουστο. Η γιορτή της Παναγίας ήταν η κορυφαία τους αυγουστιάτικη γιορτή. Τη µέρα αυτή οι σκληροτράχηλοι ποιµένες µεταβάλλονταν σε ταπεινούς και ευσεβείς προσκυνητές. 

Εκείνο το καλοκαίρι κυλούσε όµορφα για τους χωριανούς και όλοι περίµεναν τη µέρα που γιόρταζε η Παναγία να πάνε να προσκυνήσουν τη Χάρη της. Αυτό θα έκανε και ο Κώστας, ένα Σαρακατσανόπουλο γεµάτο ζωντάνια.  Ωστόσο, τρεις µέρες πριν τη 15η Αυγούστου, ο Κώστας ξεκίνησε αποβραδίς και τα µεσάνυχτα έφτασε σε ένα παρακείµενο χωριό, στα Πιγκιανά. Πλησίασε ένα κοπάδι από πρόβατα και αφού παρατήρησε ότι ο τσοπάνης έλειπε, «έκοψε» καµιά δεκαριά και ώσπου να ξηµερώσει, τα είχε φέρει στο χωριό και τα έσµιξε µε το δικό του κοπάδι.Ξηµερώνοντας της Παναγίας, όπως όλοι οι χωριανοί, έτσι και ο Κώστας ετοιµάστηκε να πάει στο πανηγύρι της Παναγίας, στο Μοναστήρι, για να προσκυνήσει τη Χάρη της και να ανταλλάξει ευχές µε τους συγχωριανούς του. Ωστόσο, διακατεχόταν και από κάποιο δισταγµό  και αµφιταλαντευόταν αν έπρεπε να πάει ή όχι. Βρισκόταν σε άσχηµη ψυχολογική κατάσταση, γιατί ένιωθε  ενοχή για το κλέψιµο των προβάτων και µάλιστα λίγες µέρες πριν τη γιορτή της Παναγίας. Αλλά πώς θα δικαιολογούσε την απουσία του από την κορυφαία θρησκευτική εκδήλωση του χωριού; Τελικά, ξεπέρασε το δισταγµό, φόρεσε την καλύτερη µάλλινη φορεσιά του και ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Σε τρία τέταρτα της  ώρας είχε φτάσει στο Μοναστήρι.

Κόσµος πολύς είχε συρρεύσει και οι χωριανοί χαιρετιούνταν εγκάρδια µεταξύ τους και αντάλλασσαν ευχές. Στο εσωτερικό της εκκλησίας επικρατούσε συνωστισµός. Ο Κώστας, αφού αντάλλαξε ευχές µε αρκετούς συγχωριανούς του, προχώρησε, για να µπει στην εκκλησία. Μπήκε µε δυσκολία, λόγω των πολλών προσκυνητών, και, αφού άναψε ένα κερί, προχώρησε προς την εικόνα της Παναγίας να την ασπαστεί, όπως εξάλλου έκανε κάθε χρόνο. Πλησίασε στην εικόνα, έκανε το σταυρό του και τη στιγµή που έριξε το βλέµµα του στην εικόνα και ήταν έτοιµος να την  ασπαστεί, όπως µου αφηγήθηκε, συνέβη το εξής φοβερό: είδε το άλλοτε µειλίχιο βλέµµα της Παναγιάς να πέφτει επάνω του άγριο και απειλητικό. Τρόµαξε, τον έπιασε πανικός, αισθάνθηκε σκοτοδίνη, άρχισε να ιδρώνει, τα πάντα γύρω του στροβιλίζονταν και τα πόδια του άρχισαν να τρέµουν. Τρίκλισε δεξιά και αριστερά και την ώρα που θα σωριαζόταν στο έδαφος, δυο παλικάρια, συγχωριανοί του, που περίµεναν κι αυτά να προσκυνήσουν την εικόνα, τον άρπαξαν και γρήγορα τον µετέφεραν έξω από την εκκλησία. Τον ξάπλωσαν στο πεζούλι της εκκλησίας, του έβγαλαν το σακάκι, ξεκούµπωσαν το πουκάµισό του, σκούπισαν τον ιδρώτα, που έτρεχε ποτάµι, και έβρεξαν το πρόσωπό του µε κρύο νερό. Οι συγγενείς  και οι συγχωριανοί του ανήσυχοι µαζεύτηκαν γύρω του και όλοι έλεγαν ότι ο συνωστισµός, ο καπνός από τα πολλά κεριά και η µεγάλη ζέστη που επικρατούσε µέσα στο Μοναστήρι τον πείραξαν. Έµεινε εκεί ξαπλωµένος και επιτηρούµενος από τους συγχωριανούς λίγη ώρα και ύστερα τον µετέφεραν κάτω από το πλατάνι που υπήρχε στο χώρο του Μοναστηριού.

Όταν συνήλθε κάπως, τον έβαλαν καβάλα σ’ ένα µουλάρι και τον µετέφεραν στο σπίτι του. Γιατρός, βέβαια, δεν υπήρχε στο χωριό και γι’ αυτό η µάνα του µε τις γειτόνισσες ανέλαβαν να τον κάνουν καλά µε γιατροσόφια. Του ετοίµασαν τσάι του  βουνού και του έκαναν εντριβές µε οινόπνευµα. ∆εν έλειψαν, βέβαια, και οι γειτόνισσες που έλεγαν κρυφοµιλώντας ότι µπορεί να είναι µατιασµένος και έπρεπε να ειδοποιήσουν την κυρα-Γιώργαινα, την ξεµατιάστρα, να τον ξεµατιάσει. Ο Κώστας, όταν πληροφορήθηκε αυτό το τελευταίο, έδωσε εντολή στη µάνα του να µην περάσει η κυρα-Γιώργαινα το κατώφλι του σπιτιού τους.

Αργά το απόγευµα άρχισε να αισθάνεται καλύτερα. Είχε κάπως ηρεµήσει. Έτσι έφτασε το βράδυ, έφαγε κάτι ελαφρό που του ετοίµασε η µάνα του και προσπάθησε να κοιµηθεί. ∆εν τον είχε πάρει καλά – καλά ο ύπνος και αµέσως πετάχτηκε όρθιος τροµαγµένος. Είχε δει στον ύπνο του πάλι το άγριο, το φοβερό βλέµµα της Παναγίας. Τρόµαξε, µάλιστα, τόσο πολύ που µέχρι το πρωί δεν τον κόλλησε ο ύπνος. 

Με το ξηµέρωµα τον πλησίασε η µάνα του µε αγωνία και τον ρώτησε να της πει πώς αισθάνεται και αν πονάει σε κάποιο σηµείο του σώµατός του. Αυτός την καθησύχασε και της είπε ότι όλα θα πάνε καλά. Η αγωνία του, όµως, από τα συµβάντα σε συνδυασµό µε την υπερβολική εξάντληση που του επέφερε και η αϋπνία τον έκαναν ώστε να αισθάνεται ράκος, ψυχικά και σωµατικά. ∆εν τολµούσε, βέβαια, και να αποκοιµηθεί, γιατί φοβόταν µήπως αντικρίσει στον ύπνο του πάλι το αυστηρό βλέµµα της Παναγίας. Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισε να επισκεφτεί τον παπά του χωριού, να του πει το παράπτωµά του το σχετικό µε την κλοπή των προβάτων, να τον συµβουλευτεί και, ει δυνατόν, να του διαβάσει κάποια ευχή, ώστε να ηρεµήσει.   

Μόλις έπεσε το σούρουπο, ο Κώστας παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις πήγε στο σπίτι του παπά. Ο µειλίχιος, σεβάσµιος και αγιόµορφος παπάς τον δέχτηκε µε χαρά αλλά και έκπληξη. Τον οδήγησε σε ένα δωµατιάκι, ώστε να είναι οι δυο τους, και εκεί εξελίχτηκε ο εξής διάλογος:

– Πώς είσαι Κώστα; Πώς αισθάνεσαι; Είχα σκοπό αύριο να έρθω για να δω τι κάνεις. 

– Είµαι χάλια, παπά µου.

– Τι σου συµβαίνει; Μίλα µου ελεύθερα. Ό,τι µου πεις θα µείνει εδώ, µεταξύ µας.

– Παπά µου, αµάρτησα και το πλήρωσα ακριβά! Ήρθα να ζητήσω τη συµβουλή σου και την ευχή σου.

– Πες µου, λοιπόν, τι σου συµβαίνει.

– Τρεις µέρες πριν τη γιορτή της Παναγίας, πήγα στα Πιγκιανά και έκλεψα δέκα πρόβατα. Και ενώ διέπραξα αυτό το αµάρτηµα, ήρθα χθες στο Μοναστήρι να προσευχηθώ…

    Εκεί κόµπιασε και δεν µπορούσε να συνεχίσει την αφήγηση. Έξυπνος, όπως ήταν ο παπάς, τον ενθάρρυνε να συνεχίσει.

   Μετά από µια µικρή παύση συνέχισε:

– Είχα σκεφτεί να µην έρθω στην εκκλησία, αλλά δεν εύρισκα κάποια σοβαρή δικαιολογία. Όλα τα παιδιά του χωριού θα έρχονταν στο Μοναστήρι, εγώ πώς να λείψω; Τελικά αποφάσισα και ήρθα. Όµως, όταν πήγα να ασπαστώ την Παναγία, µε κοίταξε µε βλέµµα φοβερό και τροµερό. Μου φάνηκε πως µε µάλωνε! Τρόµαξα, ζαλίστηκα και έχασα τις αισθήσεις µου. Την περασµένη νύχτα, µόλις πήγε να µε πάρει ο ύπνος, πάλι η Παναγία µε το ίδιο φοβερό βλέµµα µε κατατρόµαξε. Τι να κάνω; ∆εν µπορώ να ησυχάσω. Βοήθησέ µε…

    Ο παπάς έπιασε για λίγο τη λευκή µακριά γενειάδα του, έµεινε σκεπτικός για µερικά δευτερόλεπτα και έπειτα µε σοβαρή φωνή είπε:  

– Άκουσε, Κώστα. Η Παναγία είναι µεγάθυµη, αγαπά και συγχωρεί όλο τον κόσµο, αρκεί και εµείς να δείχνουµε έµπρακτη µετάνοια για τις ανοµίες µας. Πράγµατι, η κλεψιά των προβάτων, όπως και κάθε κλοπή, είναι µεγάλη αµαρτία. Πήρες κάτι που δε σου ανήκε. Κάτι που ήταν κόπος άλλου ανθρώπου. Του στέρησες κάτι από το οποίο ζούσε. Και πήρες, µάλιστα, κάτι που δεν το είχες ανάγκη, γιατί απ’ ό,τι ξέρω εσύ έχεις αρκετά πρόβατα δικά σου. Γιατί το έκανες αυτό, παιδί µου;

– Από πλεονεξία, παπά µου. Μην το ρωτάς. Όµως, ό,τι έγινε, έγινε. Τι να κάνω τώρα;

  Ο παπάς µετά από σύντοµη περίσκεψη, πήρε πάλι το σοβαρό του ύφος και είπε:

– Λοιπόν, Κώστα, άκουσε. Αύριο πρωί-πρωί θα πάρεις τα πρόβατα που έκλεψες και θα τα ξαναπάς στον άνθρωπο από τον οποίο τα πήρες. Όταν τα παραδώσεις και επιστρέψεις, θα έρθεις στο µοναστήρι της Παναγίας. Εγώ θα είµαι εκεί το απογευµατάκι και θα σε περιµένω. Συµφωνείς;

– Συµφωνώ, παπά µου.

Ο Κώστας ακολούθησε το πρόγραµµα που του υποδείχτηκε από τον παπά και το έφερε σε πέρας. Το απογευµατάκι πήγε στο Μοναστήρι και εκεί τον περίµενε ο παπάς καθισµένος στο πεζούλι του Μοναστηριού. Ξαλαφρωµένος κάπως καλησπέρισε τον παπά και του είπε ότι έπραξε όπως του είχε πει.

Ο παπάς σαφώς ικανοποιηµένος και αυτός είπε:

– Λοιπόν, Κώστα, όπως σου είπα, η Παναγία είναι µεγάθυµη. Θα µπούµε µέσα στην εκκλησία, θα ανάψεις ένα κεράκι και θα προσευχηθείς. Θα ζητήσεις συγχώρηση και θα υποσχεθείς ειλικρινά ότι δε θα κλέψεις άλλη φορά στη ζωή σου. Έπειτα, θα ασπαστείς την εικόνα της Παναγίας. Σύµφωνοι;

– Σύµφωνοι, παπά µου. 

– Ας µπούµε, λοιπόν, στην εκκλησία.

Ο Κώστας αισθανόταν την καρδιά του να χτυπά δυνατά και τα πόδια του να τον κρατούν µε δυσκολία. Αγωνιούσε πώς θα το αντίκριζε και πώς θα ήταν το βλέµµα της Παναγίας.   

Ο παπάς κατευθύνθηκε προς την είσοδο της εκκλησίας και ο Κώστας ακολουθούσε. Μπήκαν µέσα και ο παπάς στάθηκε δίπλα στην είσοδο. Ο Κώστας προχώρησε αργά, άναψε ένα κεράκι και κατευθύνθηκε προς την εικόνα της Παναγίας. Τα δευτερόλεπτα, ώσπου να φτάσει στην εικόνα, του φάνηκαν αιώνες. Πλησίασε, προσευχήθηκε, υποσχέθηκε πως δε θα ξανακλέψει, ασπάστηκε την εικόνα, αλλά δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα µάτια του και να αντικρίσει το βλέµµα της Παναγίας. Τελικά, µάζεψε όλη του τη δύναµη και σήκωσε τα µάτια προς το βλέµµα της Παναγίας. Και τότε αντίκρισε κάτι που τον έκανε να αγαλλιάσει, να ηρεµήσει  και να ξαναβρεί τον εαυτό του: Το βλέµµα της Παναγίας ήταν το βλέµµα που ήξερε από παλιά. Ήταν ήρεµο, µειλίχιο, γαλήνιο, φιλικό και στοργικό. Έµεινε εκεί αρκετή ώρα και ξανάδωσε την υπόσχεση ότι δε θα κλέψει άλλη φορά και δε θα αδικήσει ξανά συνάνθρωπό του. Ύστερα γύρισε προς τον παπά που τον περίµενε στην είσοδο.

– Πάµε, παπά µου, του είπε. Σε ευχαριστώ για ό,τι έκανες για µένα.

– Πάµε, Κώστα, και να ξέρεις ότι εγώ δεν έκανα τίποτε. Ο άνθρωπος µπορεί να κάνει τα πάντα για τον εαυτό του. Και τα καλά και τα κακά. Από δω και στο εξής µόνος σου µπορείς να καθορίζεις τη ζωή σου και τις πράξεις σου.

– Σε ευχαριστώ, είπε πάλι ο Κώστας και έτσι τέλειωσε αυτή η προσωπική του περιπέτεια.    

Ο Κώστας, µόλις τέλειωσε την αφήγηση, την οποία παρακολουθούσα έκπληκτος, έριξε µακριά το κουρασµένο βλέµµα του, αναπόλησε την εποχή που είχε συµβεί το περιστατικό και είπε: Αυτά έγιναν, όταν ήµουνα αρκετά νέος. Από τότε δεν αδίκησα άνθρωπο. Στο πανηγύρι της Παναγίας πήγαινα κάθε δεκαπέντε Αυγούστου, προσευχόµουνα και αντίκριζα πάντα το στοργικό βλέµµα της Παναγίας. Τώρα δεν µπορώ πια να πάω, γιατί δε µε κρατούν τα πόδια µου. Γέρασα πια. Σου είπα την ιστορία αυτή και να ξέρεις ότι είσαι ο δεύτερος άνθρωπος που τη µαθαίνει. Ο πρώτος ήταν ο παπάς. Σου την είπα µε κάθε λεπτοµέρεια. ∆εν ξέρω γιατί, αλλά, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια, αισθανόµουνα την ανάγκη να σου την πω. Και να σου πω την αλήθεια, δε µε νοιάζει πια να τη µάθει ο κόσµος.

Αυτή ήταν µια µυστική πλευρά της ζωής του Κώστα και εγώ την κατέγραψα όσο πιο πιστά µπορούσα. Προσωπικά, δε µου αρέσουν τα µυστικά των άλλων. Μου αρέσουν όµως οι εξοµολογήσεις τους. Και αυτή ήταν µια εκ βαθέων εξοµολόγηση. Έτσι, τουλάχιστον, την εξέλαβα. Και είναι αλήθεια ότι µε συγκίνησε και µε δίδαξε.