Γράφει: Ντούµος ∆ηµήτριος
«Αναµνήσεις από το ∆άσκαλο κ. Ντούµο ∆ηµήτριο που υπηρέτησε στο χωριό Επινιανά το σχολικό έτος 1977-1978»

Πέρασαν κιόλας 43 χρόνια από το 1977 που διορίστηκα ως δάσκαλος στο µονοθέσιο ∆ηµοτικό Σχολείο Επινιανών και µου φαίνεται σαν σήµερα. Ξεκίνησα από το Καρπενήσι µε µια βαλίτσα κι ένα µπόγο µε ρούχα µε το λεωφορείο-φορτηγό του Τσιγαρίδα. Περάσαµε στροφές, ανηφόρες, κατηφόρες σε χωµατόδροµο µε δυσκολίες. Σε κάποιο σηµείο φρενάρει απότοµα γιατί είχε κοπεί η µπάρα. Την έδεσε ο Τσιγαρίδας µε µια χοντρή τριχιά και συνεχίσαµε. Σε κάποια στροφή λύνεται η τριχιά και κατευθυνόµαστε στο γκρεµό. Ευτυχώς πρόλαβε να σταµατήσει µε τη µια ρόδα στην άκρη του γκρεµού (Φώτο). Με χίλια ζόρια φτάσαµε στο χάνι της Βαρβαριάδας µετά από τρεις ώρες. Εκεί µε περίµενε ήδη ο Πατσέας µε το µουλάρι. Ξεκινήσαµε το οδοιπορικό για τα Επινιανά περνώντας δύσκολα και άγνωστα για µένα µονοπάτια. Σε πολλά σηµεία το µονοπάτι ήταν τριάντα πόντους και µε ένα γλίστρηµα βρισκόσουν άνετα στον Αγραφιώτη. Ανεβήκαµε τον ανήφορο κοντά στον οικισµό ΑΝΗΦΟΡΑ απολαµβάνοντας την άγρια φύση. Μετά από πολύ κούραση τριών ωρών φτάσαµε επιτέλους στο χωριό.

Εγκαταστάθηκα στο δωµάτιο που είχε το σχολείο για το δάσκαλο, χωρίς µε ηλεκτρικές συσκευές βέβαια, µόνο λάµπα πετρελαίου. ∆ύσκολες συνθήκες. Όσον αφορά το φαγητό, έτρωγα στο σπίτι του Αθανασίου Καλύβα µε την κυρά Κούλα και τη γιαγιά. Ο Θανάσης είχε τρία κορίτσια στο σχολείο και ένα µωρό ,τον Παναγιώτη. Πολλές φορές κυνηγούσε κι έφερνε κανένα λαγό καθώς και πέστροφες από το ψάρεµα.

Στο σχολείο είχα περίπου 18 παιδιά. Τρία του Καλύβα, τρία του Σκλαπάνη που έρχονταν κάτω από το ποτάµι , καµία ώρα διαδροµή. Είχα επίσης µαθήτρια τη Μαρία του Κουτροµάνου που ήταν τότε πρόεδρος, έναν ανιψιό του Προέδρου, µια κόρη του Αποστόλου, την κόρη του Γαντζούδη  και ένα παιδί του παπά-Τσέλου. Τα υπόλοιπα επίθετα των µαθητών δυστυχώς δε τα θυµάµαι.

Πηγαίνοντας στα Επινιανα µε το λεωφορείο του Τσιγαρίδα µέχρι το χάνι της Βαρβαριάδας. Παρολίγον να πέσουµε σε γκρεµό.

Η µέρα περνούσε στο καφενεδάκι του Καλύβα και του Φλιάσκα, όταν το άνοιγαν. Παρέα είχα το γραµµατέα Βελισάριο Γαντζούδη, τον Καλύβα, και µετά βίας κάναµε τετράδα για δηλωτή. Θυµάµαι και κάποιος νέους του χωριού τότε, τον Μανίκα, τον Σκλαπάνη και από ηλικιωµένους τον παππού τον Αβράµπο. 

Στις γιορτές επισκέπτονταν το χωριό και τα άτοµα που είχαν φύγει Αλίαρτο, Λειβαδιά, Λαµία, Αθήνα. Συγκεκριµένα είχα γνωρίσει το δικηγόρο Αβράµπο. Στις βουλευτικές εκλογές είχε έρθει ένας δικαστικός αντιπρόσωπος  67 ετών και τρόµαξε τόσο πολύ στη διαδροµή καβάλα στο µουλάρι που στην επιστροφή κατάφερε και ήρθε ελικόπτερο να τον πάρει. 

Εκείνο που µε εντυπωσίασε πιο πολύ ήταν το µοναστήρι της Στάνας. Πήγα µε τον Καλύβα στο πανηγύρι και θυµάµαι τον Θανάση να ψήνει τρία αρνιά για τον κόσµο.

 Έχω χρόνια που παρακολουθώ από το ίντερνετ την πρόοδο του χωριού, τα ωραία σπίτια, τις ταβέρνες…Νοσταλγώ πολύ και θα ήθελα  να ξαναδώ αυτά τα µέρη που έζησα για ένα χρόνο, 27 χρόνων τότε και τώρα 70. Πιστεύω να τα καταφέρω…