Με αφορμή σχετικό δημοσίευμα στο 5ο τεύχος της εφημερίδας «ΕΠΑΙΝΙΑΝΩΝ ΛΟΓΟΣ» που αναφέρεται στην επίσκεψη του Στρατηγού Ναπο- λέοντα Ζέρβα στα Επινιανά, στις αρχές Δεκεμβρίου του 1942 κατά την πορεία της επιστροφής του στην Ήπειρο – μετά την ανατίναξη της γέφυρας στο Γοργο-πόταμο και στις κινήσεις και βιαιότητες των Ιταλών στην ευρύτερη περιοχή των Αγράφων, θα ήθελα να αναφερθώ στη Μάχη της Χρύσως και στην εκεί εν ψυχρώ εκτέλεση επτά συμπατριωτών μας.

Πέρασαν κοντά δεκαοχτώ μήνες απ ́ την ώρα (Απρίλης του 41) που – παρά τις θυσίες και το αίμα που χύθηκε στην εποποιία του 40/41 – οι Ναζί του Χίτλερ κι οι Φασίστες του Μουσολίνι πάτησαν και βεβήλωσαν τον τόπο μας κι η ντροπή του σύγχρονου κόσμου, η σβάστικα, κυματίζει πάνω στον Ιερό Βράχο. Ο λαός μας έκλαψε και έθαψε τους νεκρούς του, έγλειψε τις πληγές του, ανασκουμπώθηκε, έσπειρε τα χέρσα απ τον πόλεμο χωράφια του να χορτάσει την πείνα του, αναμέτρησε το έχει του και τις δυνάμεις του και πήρε την γνώριμη γι αυτόν απόφαση: Να παλέψει με νύχια και με δόντια για τη λευτεριά του, για-τί ένοιωθε πως είναι το υπέρτατο αγαθό του ανθρώπου και η ζωή χωρίς αυτήν καμιάν αξία δεν έχει.

Από δω, από τούτα τα μέρη, απ ́τη Βίνιανη των Αγράφων, ξεκινούν αδερφωμένοι οι άντρες του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ και δίνουν στον κατακτητή το πρώτο καίριο χτύπημα που άλ-λαξε την πορεία του πολέμου των Συμμάχων με τον Άξονα: Ανατινάζουν στις 25 Νοέμβρη του 42 τη γέφυρα του Γοργοπόταμου. Μετά την περίτρανη και περίλαμπρη αυτήν επιτυχία, που ο απόηχός της συγκλόνισε ολό-κληρη την Ευρώπη, Οι Ιταλοί, κατησχυμμένοι γι άλλη μια φορά , αφηνιάζουν. Είναι αποφασισμένοι να πάρουν σβάρνα τ ́ Άγραφα και να διαλύσουν το αντάρτικο που είχε αρχίσει να φουντώνει σε τούτα τα μέρη τ ́ ανυπόταχτα έτσι κι αλλιώς, απ ́ τους παλιούς ακόμα χρόνους. Στη Χρύσω όμως θα ξανακούσουν οι Ιταλοί για δεύτερη φορά το ηρωικό ΟΧΙ.

Είναι το πρώτο χωριό της ηπειρωτικής Ελλάδας που θα δώσει όλα σχεδόν τα σπίτια του και τα αρχοντικά του προσάναμμα στον πυρσό της Ελευθερίας. Κι οι εκτελεσμένοι στο Νημάτι θα ποτίσουν με το αίμα τους το δέντρο της. Δυο φάλαγγες Ιταλών, η μια απ το Καρπενήσι κι η άλλη απ’το Αγρίνιο, ξεκίνησαν για τα χωριά των Αγράφων. Η φάλαγγα του Καρπε-νησίου κινείται μέσω Στενώματος όπου βρι-σκόταν κι ο καπεταν- Ερμής προς το γεφύρι της Βίνιανης. Το περνούν και φτάνουν στη Λι-βανή και τα λιβάδια της Βίνιανης. Οι Ιταλοί του Αγρινίου έχουν φτάσει εν τω μεταξύ, μέσω Φραγκίστας, στο Κεράσοβο. Είναι 4 Δεκεμ-βρίου εορτή του Αγίου των Αγράφων Σερα-φείμ Κορώνης. Την άλλη μέρα ξεκινούν για τα στενά της Χρύσως. Οι Ιταλοί απ το Κεράσοβο με τρεις ομήρους που πήραν μαζί τους, μαζί τους πέρασαν τη Γούρδεση.

Ο καπετάν Ερμής

Οι αντάρτες βρίσκονται στου Κατσέλη και κατε-βαίνουν προς το ποτάμι, το Γραβενίτη, να τους προλά-βουν, να φτάσουν πρώτοι και να πιάσουν τα στενά. Τα πεσμένα –λόγω της επο-χής – φύλλα απ τα πλατάνια όμως δεν τους παρέχουν επαρκή κάλυψη γίνονται αντιληπτοί απ τους Ιταλούς και δέχονται ομαδικά πυρά από όλμους και πολυβόλα. Ο καπετάν Ερμής , απ τη Χρύσω, με 28 άντρες, που ξέρανε τον τόπο σαν την παλάμη τους, προ-λαβαίνει και μπαίνει στα στενά πρώτος, ενώ οι υπόλοιποι αντάρτες έφυγαν προς Άγιο Δημήτριο. Πέντε απ τους αντάρτες- ο ένας τραυματίας – πέφτουν στα χέρια των Ιταλών. Πιάνει ο Ερμής με τους δικούς του την οχυρή και γερή θέση και περιμένει τον εχθρό. Είναι περίπου μια η ώρα μέρα ακόμα όταν η εμπρο-σθοφυλακή του στρατού των Ιταλών μπαίνει στα στενά όπου και δέχεται καταιγιστικά πυρά απ τους αντάρτες και καθηλώνεται. Παρ’ όλη τη συντριπτική υπεροχή τους σε άντρες και οπλισμό, μπροστά στη σθεναρή αντίσταση που βρίσκουν , οι Ιταλοί πανικοβάλλονται και πισωγυρίζουν με άτακτη φυγή και κατρακυ-λούν φεύγοντας μέσα στους γκρεμούς και τις κακοτοπιές. Δύναμη χιλίων τουλάχιστον Ιταλών, αναγκάζεται να πισωγυρίσει στα Νη-μάτια όπου θα διανυκτερεύσει, τρέμοντας απ το φόβο, την αγριάδα του τοπίου και την οσμή του θανάτου, μην δεχτούν νυχτερινή επίθε-ση καθώς δεν είχαν το χρόνο να οχυρωθούν έστω στοιχειωδώς. Άφησαν μάλιστα στο πε-δίο της μάχης τους νεκρούς.

Οι αντάρτες εν τω μεταξύ αφού δεν έλαβαν άλλη ενίσχυση και αντιλαμβανόμενοι ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τόσο μεγάλη εχθρική δύναμη αναπτυγμένη σε κανονική διάταξη μάχης και μη έχοντας επάρκεια πυ-ρομαχικών, αποχωρούν. Οι κάτοικοι του χωριού με μεγάλη αγωνία παρακολουθούν- όσο ακόμα ήταν μέρα – τα όσα δραματικά συμβαίνουν, απ τον Αη Γιώργη.

Οι Ιταλοί την άλλη μέρα δείχνουν όλη την αντρειά και την παλληκαριά τους πάνω στους δυο ομήρους που σέρνανε μαζί τους απ το Κεράσοβο (ο ένας κατάφερε να τους ξεφύγει την ώρα της συμπλοκής) και τους πέντε αιχμαλώτους αντάρτες. Τους υποβάλλουν σε σκληρά βασανιστήρια (το μεγαλύτερο απ όλα που φαντάστηκε ο νοσηρός εγκέφαλος τους ήταν ότι τους βάλανε να σκάψουν οι ίδιοι τους τάφους τους) και στη συνέχεια τους εκτε-λούν. Δεν τολμούν όμως να κινήσουν προς το χωριό παρά μόνον ρίχνουν με τα όπλα τους στους τολμηρούς Χρυσιώτες που, από τα γύρω υψώματα στα οποία έχουν βρει κα-ταφύγιο και αντιλαμβανόμενοι ποια θα είναι η τύχη των σπιτιών τους, βρίσκουν το κουράγιο και τη δύναμη να μπαίνουν στο χωριό και να προσπαθούν να πάρουν ό, τι μπορούσαν και να σώσουν, βαλλόμενοι διαρκώς απ ́τα ιταλικά τουφέκια και μυδράλια. Είχαν καταφέρει να επιζήσουν τον προηγούμενο χειμώνα, με τρομερές δυσκολίες καθώς το καλοκαίρι του 41 δε θέρισαν, γιατί τα χωράφια είχαν μείνει χέρσα το φθινόπωρο του 40 που οι άνδρες στήσανε με τα στήθια τους τείχος και κάστρο σαραντάπηχο στην Αλβανία. Και φέτος που θέρισαν, που τα αμπάρια τους ήταν γεμάτα, δεν μπορούν ούτε να φανταστούν ότι θα ζή-σουν τα ίδια και χειρότερα.Κάποιοι μεταβαί-νουν στον τόπο της μάχης και βρίσκουν λάφυ-ρα και νεκρούς Ιταλούς.

Όταν οι Ιταλοί ενισχύθηκαν και βεβαιώθηκαν ότι δεν κινδυνεύουν, στέλνουν στο έρημο και άδειο απ τους κατοίκους μα γεμάτο με εφόδια χωριό, ένα λόχο υπό την προστασία βεβαίως της υπόλοιπης ιταλικής δύναμης. Οι κάτοικοι έχουν καταφύγει όπως είπαμε και διανυχτερεύουν στα γύρω υψώματα, ενώ ο λόχος των Ιταλών στο χωριό. Το πρωί οι εισβολείς συγκεντρώνονται έξω απ την εκκλησία της Παναγίας και τους μιλά ένας Αξιωματικός τους. Ξεκινούν να φύγουν κι όλοι οι κάτοικοι που παρακολουθούν με αγωνία αναθαρρούν ότι όλα θα πάνε καλά κι ότι όλο αυτό που ζήσανε ήταν μόνον ένας κακός εφιάλτης.

Ο πραγματικός όμως εφιάλτης για το χωριό μόλις άρχιζε. Βλέπουν τα σπίτια τους, τα υπάρχοντά τους, ό,τι με τόσο κόπο και μόχθο είχαν φτιάξει ζυμώνοντας με ίδρωτα και αίμα τα φτωχά χώματά τους να τυλίγεται στους καπνούς και στις φλόγες. Κάηκαν τη μέρα αυτή δεκαοχτώ σπίτια, το Σχολείο και τρεις εκκλησιές. Μέσα σ ́ αυτές και η κατάγραφη με ιστορήσματα αγίων, πριν από τριακόσια πενήντα χρόνια, Αγία Παρασκευή. Με το που φύγανε οι Ιταλοί ορμούν οι πιο σβέλτοι και θαρραλέοι και καταφέρνουν να σβήσουν τη φωτιά από δυο σπίτια και τον Αη- Νικόλα. Δεν προλαβαίνουν όμως να πάρουν ανάσα και εισβάλλουν στο χωριό και οι δυο φάλαγγες των Ιταλών. Καίνε και τα υπόλοιπα σπίτια – πέντε μόνον γλύτωσαν – και κινούνται, με αεροπορική μάλιστα κάλυψη, προς το Μάραθο και τα Άγραφα για να τους δείξουν κι αυ-τουνών τι θα πει Φασισμός και «Ευρωπαϊκός Πολιτισμός». Φτάνουν απ’ το Καρπενήσι νέες ενισχύσεις μπαίνουν στη Χρύσω κι ενώνονται με τους άλλους που γύρισαν απ τα Άγραφα και το Μάραθο που κι εκεί σκόρπισαν τον όλεθρο και την καταστροφή καίγοντας ολοσχερώς κι εκείνα τα χωριά και σκοτώνοντας αθώους αμάχους. Τρεις χιλιάδες Ιταλοί συνωστίζονται σε τούτα τα στενοτόπια γύρω απ ́ τ ́ αποκαΐδια. Και πώς να επιβιώσουν κάτοικοι του πολύπαθου χωριού μέσα στο χειμώνα που έχει μπει για τα καλά με μόνο εφόδιο τα ρούχα που φορούσαν…

Ο Δώρης Άνθης, ο νεαρός Αντάρτης ποιητής απ την Τατάρνα, απαθανατίζει το δράμα μα και τη δόξα της Χρύσως και του Καπετάνιου της:

«Κι η δόλια η Χρύσω αν πνίγηκε στη φλόγα, στον καπνό ποτέ δεν σβει δεν χάνεται με τέτοια παλληκάρια. Με τον Ερμή της θα χαρεί και πάντα φωτεινό, θα ́χει πλεγμένο τ ́ όνομα στης δόξας τα κλωνάρια…»

Πανάκριβο το τίμημα που πλήρωσε η Χρύ-σω κι η γύρω περιοχή για τη Λευτεριά. Άξιζε όμως να πληρωθεί. Οι ηρωικώς πεσόντες στο Νημάτι:

1. Γκαρίλας Βασίλειος απ ́το Κερασοχώρι
2. Τριανταφυλλόπουλος Μιχάλης απ το Κερασοχώρι
3. Γκούβας Γεώργιος απ το Καρπενήσι
4. Κακαβάς Δημήτριος απ τους Δομιανούς
5. Χειλάς Δημήτριος από τον Άγιο Δημήτριο
6. Χόντος Γεώργιος απ ́ τ ́ Άγραφα
7. Αντάρτης, Άγνωστος , Θεσσαλός.

Αυτός ο άγνωστος Θεσσαλός αντάρτης και οι κοντοχωριανοί, που ́χυσαν το αίμα τους για τη λευτεριά μας, ίσως ποτέ να μην είχαν ακούσει εκείνη την αθάνατη φράση του Θουκυδίδη, στον Επιτάφιο λόγο του Περικλή, που ́ναι χαραγμένη σήμερα στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη : « Μία δε κλίνη κενή φέρεται, εστρωμένη των αφανών..» Λες και την έγραψε γι αυτούς η Ιστορία πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Οι εκτελεσθέντες στο Νημάτι δεν πέθαναν, δεν χάθηκαν. Είναι όρθι-οι, ωσεί παρόντες και δείχνουν το δρόμο της τιμής και του χρέους στον καθένα που θέλει να λογαριάζεται άνθρωπος: Να θεωρεί δη-λαδή την ελευθερία ως το ύψιστο αγαθό και να ́ναι έτοιμος να δώσει το αίμα του για αυτό αν χρειαστεί. Κάθε στιγμή και κάθε ώρα. Κάθε χρόνο – την πρώτη Κυριακή μετά το Δεκαπενταύγουστο – ο Δήμος Αγράφων , η Τοπική Κοινότητα και ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος της Χρύσως – αποτίουν τον πρέποντα φόρο τιμής στους πεσόντες. Είχα την τιμή εφέτος να προσκληθώ στην εκδήλωση αυτή για να αναφερθώ στα συγκλονιστικά εκείνα γεγονότα και τους ευχαριστώ από καρδιάς.

Σαν τέλειωσα – με δυσκολία ομολογώ- τα όσα είχα, με πλησίασε ο –ογδοντάχρονος σή-μερα- γιος ενός απ ́ τους εκτελεσθέντες, του Μιχάλη Τριανταφυλλόπουλου, να με συγχα-ρεί. Τον κοίταξα με συγκίνηση και τον ρώτησα αν θυμάται καθόλου τον πατέρα του, μιας και τις δραματικές εκείνες ώρες ήταν μόλις τεσ-σάρων ετών. Πήρε το υγρό βλέμμα του από πάνω μου, προσπαθώντας να κρύψει τη συ-γκίνησή του, κατάπιε ένα λυγμό και μου είπε:

Σαν σκιά…

Σ ́ αυτές τις δοξασμένες σκιές, που υπάρ-χουν σε κάθε τόπο της Πατρίδας μας, ας κλί-νουμε ευλαβικά το γόνυ. Κι ας μάθουμε γι αυτούς. Ο ιστορικός Πολύβιος είπε: «Όλβιος όστις της ιστορίης έσχε μάθησιν», είναι ευ-τυχής δηλαδή όποιος γνωρίζει την ιστορία. Κι είναι διπλά ευτυχισμένος, αν αυτή είναι η ιστορία του τόπου που τον γέννησε και τον ανάθρεψε…