Η πρόταση έπεσε πέρσι το καλοκαίρι από τους αγαπημένους μας κουμπάρους Νίκο και Κατερίνα (ή μάλλον Κατερίνα και Νίκο, για να κρατάμε τις προτεραιότητες της καταγωγής): «Δεν έρχεστε στο «χωριό» για λίγες μέρες τον Αύγουστο; Ωραία θα περάσουμε»

Χωριό; Τα Επινιανά, φυσικά! Πρώτη φορά ακούγαμε αυτό το περίεργο όνομα. Φάνταζε εξωτικό, μακρινό, κλασικά ελληνικό, με κλαδιά αγέρωχης και σκληρής υπερηφάνειας στολισμένο. «Γιατί όχι;» αναφωνήσαμε και … φτάσαμε. Τρόπος του λέγειν «φτάσαμε», μάλλον σωριαστήκαμε πάνω στις ωραίες ψητές μπριζόλες του Παναγιώτη, γιατί η διαδρομή μάς φάνηκε δύσκολη και ατέλειωτη, βουνά και πάλι βουνά, στροφές κι άλλες στροφές, χωματόδρομοι στενοί και στριφογυριστοί. Πραγματικό «βουνό» μπελαλίδικων εμπειριών για μας τους αμαθείς. Περιμέναμε ένα χωριό συνηθισμένο, λίγο ορεινό, με τις κακοτράχαλες πλαγιές του, τα κατσίκια του, τις αυλές γεμάτες γλάστρες με βασιλικά, τα χαμόγελα σκαμμένα στα ηλιοκαμένα πρόσωπα, αλλά εκεί, υπαρκτά, άγρια και φιλικά ταυτόχρονα, τραχιά και βελούδινα. «Η ψυχή στην άκρη του ματιού» σκέφτηκα. Και τα βρήκαμε όλα αυτά, και άλλα πολλά που κομπιάζω να περιγράψω… Η τοποθεσία μοναδική, πράσινο όσο φτάνει το μάτι σου. Πράσινο βαθύ του δάσους και της ιερής μοναξιάς. Δέντρα πανύψηλα, καμαρωτά, αγέρωχα. Πηγές δροσερές που ανάβλυζαν δίψα για ζωή, μονοπάτια αποκαλυπτικά ξεδίπλωναν με μαεστρία περισσή της φύσης τα μυστήρια.

Το «μαρτύριό» μας, φυσικά, συνεχίστηκε. Οι κουμπάροι λάτρευαν την πεζοπορία, οπότε από πίσω κι εμείς – πραγματικά από πίσω – με τρόμο, έκπληξη, αγωνία. «Μήπως γκρεμοτσακιστούμε αν περάσουμε από δω;». «Όχι, μην ανησυχείτε, το έχω κάνει πολλές φορές», απαντούσε καθησυχαστικά η Κατερίνα. «Ε, βέβαια ελαφίνα μου το έχεις κάνει πολλές φορές εσύ. Εμάς μας ρωτάς που τρέμει το φυλλοκάρδι μας και λυγίζει το ποδαράκι μας;». Πηγαίναμε, πηγαίναμε, αγκομαχούσαμε, λαχταρούσαμε, κοντοστε- κόμασταν κάθε τρεις και δύο, από κάτω και δίπλα θρόιζε ένα ανήσυχο ποτάμι. Και ξάφνου ξεπρόβαλλε μπροστά στα μάτια μας… η διαφήμιση γνωστής μάρκας σαμπουάν. «Δεν είναι δυνατόν! Εδώ γυρίστηκε το… Καλά πού το ανακάλυψαν οι άτιμοι;». Το τοπίο μαγευτικό, ασύγκριτο, απαράμιλλο, τα νερά κρύσταλλο – τύφλα να ’χει η Βοημία. Τέτοια πισίνα φυσική δεν είχαμε ξαναντικρύσει. «Σουβάλες» τις λένε στο δικό μου το χωριό, αλλά είναι πολύ μικρότερες και όχι έτσι κρυστάλλινες και γοργοκίνητες. «Εμπρός, ας κολυμπήσουμε» η φωνή των ριψοκίνδυνων. Και άρχισαν οι βουτιές. Τη θερμοκρασία ας μην την αναφέρουμε καλύτερα – δύσκολο να την αντέξει άνθρωπος συνηθισμένος στις νερόβραστες θερμοκρασίες της πόλης. Τα νερά που μας ράντιζαν το κεφάλι στις άκρες των βράχων ακόμη πιο παγωμένα. Αλλά το αίσθημα ανεπανάληπτο, εξαίρετο, αναζωογονητικό: κάθαρση σωστή! – οι αρχαίοι τραγωδοί είχαν επισκε- φθεί το μέρος άραγε; Ο παραμικρός πόρος του δέρματος είχε τσιτώσει τα αυτιά του και τα μάτια και το στόμα του σ’ αυτό το μεγαλείο της φύσης. Ρουφούσαμε εικόνες και μυρωδιές και αισθήσεις – παραπάνω από πέντε. Παγώναμε και δεν θέλαμε να ξεκολλήσουμε. Πού να βρούμε καλύτερα; Η επιστροφή μέσα σε αθλητικά – βρεγμένα και βαριά – παπούτσια ακόμα πιο ζόρικη. Αλλά άξιζε τον κόπο! Κερδίσαμε χρόνια ζωής, εκατομμύρια ανάσες υγείας και ευρωστίας, αξέχαστες παραστάσεις αφτιασίδωτης ομορφιάς.

Πεζοπορία Επινιανά

Μα αν με ρώταγε κανείς με μία φράση να περιγράψω αυτό τον τόπο θα έλεγα με σιγουριά «ποτέ δε φανταζόμουνα ότι θα αντικρύσω επί της γης τόπο τόσο κοντά στο Θεό»

Στο σπίτι μάς περίμενε η ακούραστη Ελένη με το γνωστό αφοπλιστικό χαμόγελο και… με αγριογούρουνο… στιφάδο. Φορτώσαμε τα στομάχια μας με ανείπωτα νόστιμη ζεστασιά! Και το κόκκινο κρασί έδινε και έπαιρνε. Άσε το τσίπουρο. Αγαλλίαση ψυχής!

Οι πιο γλυκές στιγμές ψυχικής ανάτασης μας έβρισκαν καθισμένους στην ευρύχωρη βεράντα να αγναντεύουμε το άπειρο. Πραγματικά το άπειρο. Εκεί που δεν έχει όρια η γη ούτε ο ουρανός. Στιγμές-στιγμές νιώθαμε ότι πετάμε ανάμεσα στα σύννεφα – κάποιο γεράκι θα μας πήρε στους ώμους του, γευόμασταν λίγη από τη μαγική χρυ- σόσκονη των ουρανών και φαντασιωνόμα- σταν ότι μετοικήσαμε κι εμείς στην κατοικία των θεών.

Αυτά και άλλα πολλά γλαφυρά, ποιητικά ή απλά ανθρώπινα θα μπορούσα να πω για το σαγηνευτικό χωριό των Επινιανών (ή Επαινιανών κατά το ορθότερον). Μα αν με ρώταγε κανείς με μία φράση να περιγράψω αυτό τον τόπο θα έλεγα με σιγουριά «ποτέ δε φανταζόμουνα ότι θα αντικρύσω επί της γης τόπο τόσο κοντά στο Θεό». Ευλογημένοι και αξιοζήλευτοι όσοι είχαν (και έχουν) την τύχη να τον δουν και να τον περπατήσουν – έστω και όχι μόνο για τουρισμό.