«Θύµηση όντας ήρθε ο Σκόντρα πασάς… και εκίνησαν οι τούρκοι και επήραν τ’ Άγραφα σβάρνα καίγοντας και ήρθανε στα Eπινιανά. Και όθεν απερνούσαν δεν άφησαν τίποτα, ούτε καλύβια και µοναστήρια και εκκλησίες όλα τα έβαλαν εις την φωτιάν και έπειτα επήγαν µέσα εις το Καρπενήσι και εστάθηκαν έναν µήνα. Και εµαζώχτηκαν οι καπεταναίοι και ήρθεν ο Μάρκος από το Μεσολόγγι µε χίλιους Σουλιώτας».

Θύµηση που αναγράφεται σε βιβλίο στο Μοναστήρι της Τατάρνας

Τον Ιούνιο του 1823 ο Μουσταής πασάς της Σκόντρας, βρίσκεται στα Τρίκαλα µε διαλεκτό ασκέρι  από δεκαπέντε χιλάδες νοµαταίους, όλοι τους άνδρες διαλεκτοί  και σκληροτράχηλοι: Γκέκηδες , Σκονδριάνοι και Μιδρίτες(Χριστιανοί καθολικοί ). Σκοπός του είναι να  υποτάξει τ’ αρµατολίκια των Αγράφων και του Ασπροποτάµου, να τιµωρήσει τους απείθαρχους  αρµατολούς τους- Καραϊσκάκη και Στορνάρη- και ν’ ανοίξει το δρόµο προς την δυτική Ελλάδα και το Μεσολόγγι. Το µαντάτο ήταν ανησυχητικό : «∆ραστήριος πασάς,. ανδρείον το στράτευµα, αρµόδιον δια τα βουνά.  Εκερώσαµεν» γράφει ο Κασοµούλης. Ζητάνε βοήθεια από την κυβέρνηση : «πλην ούτε απάντησιν δεν ελάβοµεν . Και ποίος να απαντήσει , εις την κατάστασιν  όπου ευρίσκοντο από τας διχονοίας;»

Την 1ην Ιουλίου 1823 ο Σκόδρα Πασάς αφού πέρασε µε το φουσάτο του  τον ποταµό Σαλαµπριά ( Πηνειός),   έστειλε στον Καραϊσκάκη επιστολή: 

«Με λέγουν Μαχµούτ πασιά Σκόδρα,. Είµαι πιστός, είµαι τίµιος. Το στράτευµά µου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. ∆εν θέλω να χύσω αίµα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι µε εµένα, πρέπει να είναι πλησίον µου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεµό µου. ∆έκα πέντε ηµέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε». 

Η απάντηση στον Πασά  του γιου της καλογριάς, στέκεται τροµερή και  απόλυτα συνταιριασµένη µε την αθυροστοµία του:

«Μου γράφεις ένα µπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω
κι εγώ, πασά µου, ρώτησα τον πούτζον µου τον ίδιον
κι αυτός µου αποκρίθηκε να µην σε προσκυνήσω 
κι αν έρθεις κατ’ επάνω µου, ευθύς να πολεµήσω». 

Προτού στείλει την απάντησή του στους Τούρκους ο Καραϊσκάκης «που ήταν πιο άρρωστος από ποτέ» γράφει στον Στορνάρη: 

«Σε περικλείω το γράµµα του Μαχµούτ πασιά. Ιδές τι γράφει ο σαλεπιτζής ο κερατάς. Εγώ διόρισα όλον τον λαόν να τραβηχθεί εις ταις δυναταίς θέσεις, και µόνος µου επειδή είµαι ασθενής, θέλει τραβηχθώ εις τα Παλούκια, εκεί να τους καρτερέσω, και ακούς ειδήσεις µου έπειτα. Κάµε το χρέος σου λοιπόν, αδελφέ, και εµένα εκεί να µε ηξεύρης». 

Αφού ο Σκόδρας, χώρισε στα τρία το ασκέρι του, έστειλε πέντε χιλιάδες κατά του Στορνάρη στον Ασπροπόταµο, έξι κατά του Καραϊσκάκη µέσω Οξυάς, στις 23 Ιουλίου, και τους υπόλοιπους, µαζί και ιππικό, τους οδήγησε ο ίδιος προς το Καρπενήσι µέσω Ρεντίνας. Ο Καραϊσκάκης  εν τω µεταξύ, αφού βοήθεια από πουθενά δε φάνηκε και επειδή εκτιµούσε ότι δεν είχε αντικειµενική δυνατότητα να σταµατήσει τους Τούρκους, απέλυσε τους ντόπιους πολεµιστές του «για να κυβερνήσουν τις φαµελιαίς τους», αφού «ασθενής ων δεν ηδύνατο να τρέχει µοναχός». «Τον λαόν όλον και τα ζώα έως έναν καιρό τα διηύθυνε εις Λεοντίτου και εις τα Παλούκια.  απ’ εκεί πάλιν τους παράγγειλεν να αναχωρήσουν και να τραβηχτούν εις Σοβουλάκου ( Αη  Βλάση)». « Ο λαός, οι αρµατολοί, όλοι φορτωµένοι κόταις, γάταις,  σκύλους, ζώα, πρόβατα, επόρευαν και ούτε γύριζαν οπίσω τους να ιδούν» . 

Ο Βλαχογιάννης  σε σχόλιό του αναφέρει: «Η πρώτη φροντίδα του Καραϊσκάκη για τους αθώους πληθυσµούς δείχνει τον άνθρωπο. Ας παραβάλη ο αναγνώστης αυτό το φρόνιµο µέτρο ( του Καραϊσκακη) µε τα τραγικά παθήµατα των λαών του Ασπροποτάµου( µε τον Στορνάρη αρµατολό)» { οι Ασπροποταµίτες κινήθηκαν   να γλυτώσουν, συφάµελα και τούτοι,  προς το Βάλτο. Εκεί όµως… «ταις φαµελλιαίς όλαις, οπού εµπιστεύθηµεν εις την φιλανθρωπίαν των Βαλτινών, κακοί άνθρωποι, σκληραίς καρδιαίς, απάνθρωποι, τέρατα της φύσεως, µερικοί Βαλτινοί της φαµιλιάς των Ροµποταίων από Σακαρέτζι έκαµαν αρχήν και εγύµνωσαν µερικαίς γυναίκες, και ταις λεηλάτησαν, ταις ξέσκισαν και ταις διέφθειραν, δια να µην µείνουν οπίσω και οι άλλοι, έτρεξαν όλοι εις τους λοιπούς, αόπλους πρόσφυγας, και τους άρπαξαν ο,τι κι αν είχαν, τους εγύµνωσαν όλους από έναν-έναν. Και αι γυναίκες των ακόµη, ωσάν σκύλαις, έτρεξαν και άρπαζαν και γύµνωναν και αυταίς…» }  για να επανέλθει (Ο Βλαχογιάννης στον Καραϊσκάκη) :  «Από το Λεοντίτου, χωριό που βρίσκεται στο δυτικό Αγραφιώτικο Κόλι (Περιφέρεια) του Πετρίλου, κατέβασε το λαό στο σύνορο του Καρπενησιού, βουνό που ένας χάρτης τ’ ονοµάζει µε τ’ όνοµα Φτέρη, και οι κορφές του περνούνε τις 2 χιλ. µέτρα. Από κεί, αφού απλωµένοι οι Τούρκοι σε µεγάλο µέτωπο, κατεβαίνανε γοργά, οδήγησε τον κόσµο κατά το πιο Νότιο Κόλι του Καρπενησιώτικου Αρµατολικιού, το Σοβολάκο».

Ο Κασοµούλης στην διήγησή του αναφέρει ότι «το σώµα οπού κινήθη κατά του Καραϊσκάκη, προχώρησε έως εις τα Παλούκια και έως εις την Τατάρναν, και ανθίστασιν πουθενά δεν ηύρεν. Έσυρεν έπειτα από την Βούλπην προς το Καρπενίσι, αφού τζαλαπάτησεν όλα τα δυνατά µέρη». Εκεί – στο Καρπενήσι- τον Αύγουστο του 1823 θα γράψει ο Μάρκο Μπότσαρης τη δική του χρυσή σελίδα στην Ιστορία µας, υπογράφοντάς την µε το τίµιο αίµα του. Ιστορία που κάνει τα µάτια µας να υγραίνονται και τα στήθη µας να φουσκώνουν,  αλλά  σ΄αυτήν  θα αναφερθούµε µιαν άλλη φορά…

Πηγές: Νικόλα Κασοµούλη: Στρατιωτικά ενθυµήµατα. ∆ηµήτρη Φωτιαδη: Καραϊσκάκης. Λάµπρου Τσιβόλα: Πρωτεύουσα των Αγράφων του Καραϊσκάκη.